ποπάνευμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=popanevma
|Transliteration C=popanevma
|Beta Code=popa/neuma
|Beta Code=popa/neuma
|Definition=ατος, τό, = sq., <span class="title">AP</span>6.231 (Phil.), cj. in <span class="bibl">Theoc.26.7</span>.
|Definition=-ατος, τό, = [[πόπανον]] ([[round]] [[cake]]), ''AP'' 6.231 (Phil.), cj. in Theoc. 26.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] τό, wie von ποπανεύω, = [[πόπανον]], Philp. 10 (VI, 231).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] τό, wie von [[ποπανεύω]], = [[πόπανον]], Philp. 10 (VI, 231).
}}
{{elru
|elrutext='''ποπάνευμα:''' ατος (πᾰ) τό Anth. = [[πόπανον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποπάνευμα:''' -ατος, τό, όπως από <i>ποπᾰνεύω</i> = το επόμ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ποπάνευμα:''' -ατος, τό, όπως από <i>ποπᾰνεύω</i> = το επόμ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποπάνευμα:''' ατος (πᾰ) τό Anth. = [[πόπανον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποπάνευμα]], ατος, τό, [as if from ποπᾰνεύω] = [[πόπανον]], Anth.]
|mdlsjtxt=[[ποπάνευμα]], ατος, τό, [as if from ποπᾰνεύω] = [[πόπανον]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποπᾰνευμα Medium diacritics: ποπάνευμα Low diacritics: ποπάνευμα Capitals: ΠΟΠΑΝΕΥΜΑ
Transliteration A: popáneuma Transliteration B: popaneuma Transliteration C: popanevma Beta Code: popa/neuma

English (LSJ)

-ατος, τό, = πόπανον (round cake), AP 6.231 (Phil.), cj. in Theoc. 26.7.

German (Pape)

[Seite 681] τό, wie von ποπανεύω, = πόπανον, Philp. 10 (VI, 231).

Russian (Dvoretsky)

ποπάνευμα: ατος (πᾰ) τό Anth. = πόπανον.

Greek (Liddell-Scott)

ποπάνευμα: τό, οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. ποπᾰνεύω, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 231.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πόπανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόπανον μέσω αμάρτυρου ρ. ποπανεύω].

Greek Monotonic

ποπάνευμα: -ατος, τό, όπως από ποπᾰνεύω = το επόμ., σε Ανθ.

Middle Liddell

ποπάνευμα, ατος, τό, [as if from ποπᾰνεύω] = πόπανον, Anth.]