βοῦα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voya
|Transliteration C=voya
|Beta Code=bou=a
|Beta Code=bou=a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀγέλη παίδων]], at Sparta, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, = [[ἀγέλη παίδων]], at Sparta, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούα]], η (Α)<br />«[[ἀγέλη]] παίδων» — [[ομάδα]] παιδιών στην αρχαία [[Σπάρτη]] με εκπαιδευτή τον βουαγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει <i>φυή</i> «σωματική [[διάπλαση]], [[ανάπτυξη]]», [[πράγμα]] πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. [[βους]]].
|mltxt=[[βούα]], η (Α)<br />«[[ἀγέλη]] παίδων» — [[ομάδα]] παιδιών στην αρχαία [[Σπάρτη]] με εκπαιδευτή τον βουαγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει <i>φυή</i> «σωματική [[διάπλαση]], [[ανάπτυξη]]», [[πράγμα]] πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. [[βους]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.?<br />Meaning: <b class="b3">ἀγέλη παίδων</b>. [[Λάκωνες]]. H.<br />Other forms: Accent wrong acc. to DELG. <b class="b3">βουόα ἀγέλη τις</b> EM (from [[βουσόα]], from [[σεύειν]]? But original [[σσ]] would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)<br />Derivatives: <b class="b3">βουαγόρ ἀγελάρχης</b>, <b class="b3">ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς</b>. [[Λάκωνες]] H.; [[βουαγός]], [[βοαγός]] inscr. Further <b class="b3">συμβοῦαι συνωμόται</b>. [[συμβουάδ]]<[[δ]]><b class="b3">ει ὑπερμαχεῖ</b>. [[Λάκωνες]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = [[φυή]]; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.
}}
{{FriskDe
|ftr='''βοῦα''': {boũa}<br />'''Meaning''': [[ἀγέλη]] παίδων.<br />'''Derivative''':βουαγόρ· [[ἀγελάρχης]], ὁ τῆς ἀγέλης [[ἄρχων]] [[παῖς]]. Λάκωνες H., auch Inschr. (neben [[βουαγός]]). Hierher noch συμβοῦαι· συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει· ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.<br />'''Etymology''': Nach v. Blumenthal Hesychst. 9 illyrisch = [[φυή]]; semantisch unbefriedigend. Vgl. Bechtel Dial. 2, 368f. und Kretschmer Glotta 17, 242 m. Lit., die an das offenbar damit zusammenhängende βουὅα· [[ἀγέλη]] [[τις]] ''EM'' (zu σεύειν?) erinnern.<br />'''Page''' 1,255
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοῦα Medium diacritics: βοῦα Low diacritics: βούα Capitals: ΒΟΥΑ
Transliteration A: boûa Transliteration B: boua Transliteration C: voya Beta Code: bou=a

English (LSJ)

ἡ, = ἀγέλη παίδων, at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ἡ, eine Abtheilung der spartanischen Jugend, Hesych.

Greek Monolingual

βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.?
Meaning: ἀγέλη παίδων. Λάκωνες. H.
Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)
Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.

Frisk Etymology German

βοῦα: {boũa}
Meaning: ἀγέλη παίδων.
Derivative:βουαγόρ· ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H., auch Inschr. (neben βουαγός). Hierher noch συμβοῦαι· συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει· ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Etymology: Nach v. Blumenthal Hesychst. 9 illyrisch = φυή; semantisch unbefriedigend. Vgl. Bechtel Dial. 2, 368f. und Kretschmer Glotta 17, 242 m. Lit., die an das offenbar damit zusammenhängende βουὅα· ἀγέλη τις EM (zu σεύειν?) erinnern.
Page 1,255