πολυσχιδής: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyschidis | |Transliteration C=polyschidis | ||
|Beta Code=polusxidh/s | |Beta Code=polusxidh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυσχιδές, ([[σχίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[split into many parts]], <b class="b3">ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ</b> by a single and not [[a splintered fracture]], Hp.''Fract.''24; <b class="b3">λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα</b>, of a wreck, Opp.''H.''4.409.<br><span class="bld">2</span> [[much-cloven]], opp. [[ἀσχιδής]], of certain figs, Arist.''Pr.''930b33; of a deer's antlers, [[branching]], Id.''HA''517a24, cf. ''PA''663a10; of the lungs, Id.''HA''495b1; of leaves, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.5; καυλοί Dsc.2.185; of a mountain range, Str.11.12.1; ἀτραποί Plu.2.969b; of the Nile, Opp.''C.''2.85, cf. Lib.''Or.''61.18.<br><span class="bld">3</span> of the hand, [[cloven into fingers]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''687b7; of the foot, [[into toes]], ib.690b6: hence <b class="b3">τὰ π.</b> [[animals that have toes]], not hoofs, Id.''HA''497b20, 499b7, 502b34; especially of birds, ib.504a6.<br><span class="bld">4</span> generally, [[much divided]], γνῶμαι S.E.''M.''7.349; ἔμφασις Iamb.''VP''29.161; ψεῦδος Id.''Protr.''21κ; [[complex]], Ammon. ''in Cat.''66.9. Adv. [[πολυσχιδῶς]] Ph.1.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; [[ῥάκος]], Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; [[ῥάκος]], Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />fendu <i>ou</i> divisé en plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σχίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυσχιδής -ές [[[πολύς]], [[σχίζω]]] versplinterd (van een botbreuk); Hp. Fract. 24; gescheurd:. ῥάκος... πολυσχιδές gescheurde lap Luc. 36.39. met veel splitsingen, met veel vertakkingen (van aderen). Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυσχῐδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[расщепленный]] (на пальцы), пальчатый ([[χείρ]], [[πούς]] Arst.): τὰ πολυσχιδῆ (''[[sc.]]'' ζῷα) Arst. многопалые (не копытные) животные;<br /><b class="num">2</b> [[разветвленный]], [[ветвящийся]] (τὰ τῶν ἐλάφων κέρατα Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[сильно разделившийся]], [[расколотый]] (γνῶμαι Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυσχῐδής''': -ές, ([[σχίζω]]) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀσχιδής]], ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[ὡσαύτως]], [[αὐτόθι]] 65· ― [[ὅθεν]], τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ πτηνῶν [[αὐτόθι]] 2. 12. 3. 4) [[καθόλου]], ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· [[ἔμφασις]] Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C. | |lstext='''πολυσχῐδής''': -ές, ([[σχίζω]]) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀσχιδής]], ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[ὡσαύτως]], [[αὐτόθι]] 65· ― [[ὅθεν]], τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ πτηνῶν [[αὐτόθι]] 2. 12. 3. 4) [[καθόλου]], ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· [[ἔμφασις]] Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και [[πολυσχεδής]], -ές, ΜΑ και [[πολύσχιδος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος, χωρισμένος σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[πολλά]] [[πεδία]] («[[πολυσχιδής]] [[δράση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολυσχιδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από [[πολλά]] τμήματα, εκτεινόμενα από το [[ιερό]] [[οστό]] έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας [[κάθε]] [[φορά]] έναν έως [[τρεις]] από αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει πολλές σελίδες, [[πολυσέλιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει<br /><b>2.</b> (για τα [[άκρα]] του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα<br /><b>3.</b> (για [[γνώμη]], [[άποψη]], αυτός που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[σύνθετος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολυσχιδῆ</i><br />ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχιδώς</i> / <i>πολυσχιδῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πολυσχεδῶς</i> ΜΑ<br />με πολυσχιδή τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), | |mltxt=-ές, ΝΜΑ και [[πολυσχεδής]], -ές, ΜΑ και [[πολύσχιδος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος, χωρισμένος σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[πολλά]] [[πεδία]] («[[πολυσχιδής]] [[δράση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολυσχιδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από [[πολλά]] τμήματα, εκτεινόμενα από το [[ιερό]] [[οστό]] έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας [[κάθε]] [[φορά]] έναν έως [[τρεις]] από αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει πολλές σελίδες, [[πολυσέλιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει<br /><b>2.</b> (για τα [[άκρα]] του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα<br /><b>3.</b> (για [[γνώμη]], [[άποψη]], αυτός που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[σύνθετος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολυσχιδῆ</i><br />ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχιδώς</i> / <i>πολυσχιδῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πολυσχεδῶς</i> ΜΑ<br />με πολυσχιδή τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), [[πρβλ]]. [[νεοσχιδής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυσχῐδής:''' -ές ([[σχίζω]]), = το επόμ., σε Αριστ., Στράβ. | |lsmtext='''πολυσχῐδής:''' -ές ([[σχίζω]]), = το επόμ., σε Αριστ., Στράβ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυσχιδές, (σχίζω)
A split into many parts, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ by a single and not a splintered fracture, Hp.Fract.24; λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, of a wreck, Opp.H.4.409.
2 much-cloven, opp. ἀσχιδής, of certain figs, Arist.Pr.930b33; of a deer's antlers, branching, Id.HA517a24, cf. PA663a10; of the lungs, Id.HA495b1; of leaves, Thphr. HP 3.12.5; καυλοί Dsc.2.185; of a mountain range, Str.11.12.1; ἀτραποί Plu.2.969b; of the Nile, Opp.C.2.85, cf. Lib.Or.61.18.
3 of the hand, cloven into fingers, Arist.PA687b7; of the foot, into toes, ib.690b6: hence τὰ π. animals that have toes, not hoofs, Id.HA497b20, 499b7, 502b34; especially of birds, ib.504a6.
4 generally, much divided, γνῶμαι S.E.M.7.349; ἔμφασις Iamb.VP29.161; ψεῦδος Id.Protr.21κ; complex, Ammon. in Cat.66.9. Adv. πολυσχιδῶς Ph.1.31.
German (Pape)
[Seite 674] ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; ῥάκος, Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fendu ou divisé en plusieurs parties.
Étymologie: πολύς, σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσχιδής -ές [πολύς, σχίζω] versplinterd (van een botbreuk); Hp. Fract. 24; gescheurd:. ῥάκος... πολυσχιδές gescheurde lap Luc. 36.39. met veel splitsingen, met veel vertakkingen (van aderen). Hp.
Russian (Dvoretsky)
πολυσχῐδής:
1 расщепленный (на пальцы), пальчатый (χείρ, πούς Arst.): τὰ πολυσχιδῆ (sc. ζῷα) Arst. многопалые (не копытные) животные;
2 разветвленный, ветвящийся (τὰ τῶν ἐλάφων κέρατα Arst.);
3 сильно разделившийся, расколотый (γνῶμαι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ ἀσχιδής, ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς ὡσαύτως, αὐτόθι 65· ― ὅθεν, τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· μάλιστα ἐπὶ πτηνῶν αὐτόθι 2. 12. 3. 4) καθόλου, ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· ἔμφασις Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, -ές, ΜΑ και πολύσχιδος, -ον, Α
1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη
2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις
νεοελλ.
1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση»)
2. φρ. «πολυσχιδής μυς»
ανατ. μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από πολλά τμήματα, εκτεινόμενα από το ιερό οστό έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας κάθε φορά έναν έως τρεις από αυτούς
μσν.
(για βιβλίο) αυτός που έχει πολλές σελίδες, πολυσέλιδος
αρχ.
1. (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει
2. (για τα άκρα του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα
3. (για γνώμη, άποψη, αυτός που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)
4. σύνθετος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυσχιδῆ
ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές.
επίρρ...
πολυσχιδώς / πολυσχιδῶς ΝΜΑ, και πολυσχεδῶς ΜΑ
με πολυσχιδή τρόπο
μσν.-αρχ.
με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. νεοσχιδής].
Greek Monotonic
πολυσχῐδής: -ές (σχίζω), = το επόμ., σε Αριστ., Στράβ.