θεματικός: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thematikos | |Transliteration C=thematikos | ||
|Beta Code=qematiko/s | |Beta Code=qematiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θεματική, θεματικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[θέμα]]:<br><span class="bld">I</span> [[that in which a valuable prize is proposed]], <b class="b3">ἀγὼν θ.</b>, opp. [[στεφανίτης]] and [[φυλλίτης]], Poll.3.153, cf. ''IG''3.128.20, ''IGRom.''4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), ''LW''894.17 (Delph.); <b class="b3">τρόπος θ.</b> a style [[calculated for effect]], Plu.2.1135c; cf. [[θεματίτης]].<br><span class="bld">II</span> [[arbitrarily fixed]], [[traditional]], παρατηρήσεις Phld. ''Rh.''1.195S.: [[θεματικόν]], τό, ib.151S.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[primary]], not derivative, e.g. [[ἄμφω]], which has no sg., ''EM''91.33: [[θεματικά]], τά, [[elements]], ib.232.21: Comp., <b class="b3">θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα</b> [[principal]] parts, A.D.''Adv.''121.5; <b class="b3">θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν</b> the personal pronouns [[form]] their genders [[from different]] [[θέματα]], Id.''Pron.''110.24. Adv. Comp. <b class="b3">θεματικώτερον, κλιθῆναι</b> [[by means of different]] [[θέματα]], e.g. [[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]], Id.''Synt.''102.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fait, institué <i>ou</i> arrangé en vue d'un prix proposé.<br />'''Étymologie:''' [[θέμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[рассчитанный на получение награды]], [[бьющий на эффект]] ([[ῥυθμός]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[первоосновной]], [[корневой]] ([[ῥῆμα]]). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θεμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[θέμα]]: 1) [[ἐκεῖνος]] δι’ ὃν πρόκειται [[βραβεῖον]], [[ἀγών]] θ. = [[ἀργυρίτης]], ἀντίθ. [[στεφανίτης]] καὶ [[φυλλίτης]], Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς [[τρόπος]] ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. [[θεματίτης]]. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται ([[θέμα]] 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θεματικός]]) [[θέμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] λέξεως («θεματικό [[φωνήεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] της συζήτησης, στην ημερήσια [[διάταξη]] τών θεμάτων<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε [[θέμα]], σε [[διαμέρισμα]] του βυζαντινού κράτους<br />| |<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]] που αποσκοπεί στη [[δημιουργία]] εντύπωσης («ὁ [[φιλάνθρωπος]] καὶ [[θεματικός]] καλούμενος [[τρόπος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την [[παράδοση]], [[πατροπαράδοτος]] («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) <i>θεματικώτερον</i><br />(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα [[προς]] τη [[ρίζα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:11, 25 August 2023
English (LSJ)
θεματική, θεματικόν,
A of or for a θέμα:
I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης.
II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: θεματικόν, τό, ib.151S.
2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. θεματικώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.
German (Pape)
[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Gegensatz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d'un prix proposé.
Étymologie: θέμα.
Russian (Dvoretsky)
θεμᾰτικός:
1 рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2 грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).
Greek (Liddell-Scott)
θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους