ὑπαίθριος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - " ὑπό + " to " ὑπό + ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypaithrios
|Transliteration C=ypaithrios
|Beta Code=u(pai/qrios
|Beta Code=u(pai/qrios
|Definition=ὑπαίθριον, also α, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>227</span>: ([[αἰθήρ]]):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[under the sky]], [[in the open air]], [[hypaethral]], [[hypethral]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.61</span>; ὑ. κατακοιμηθῆναι <span class="bibl">Hdt.4.7</span>, cf. <span class="bibl">Th.1.134</span>; of troops, <span class="bibl">Hdt.7.119</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.5.21</span>, <span class="bibl">7.6.24</span>: also of things, λύχνα καίειν ὑπαίθρια <span class="bibl">Hdt.2.62</span>; τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>335</span>; ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>113</span>; ὑπαιθρία δρόσος E. [[l.c.]]; ὑπ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>117b</span>; ἔστι . . ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον <span class="bibl"><span class="title">PSI</span> 4.404.7</span> (iii B.C.); [[ὑπαίθρια ἔργα]] = [[outdoor work]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.20</span>:—[[in the open]], [[in public]], ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Apol.</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ἐν ὑπαιθρίῳ]], = [[ἐν ὑπαίθρῳ]], Gal.6.94, cf. <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>140</span>.</span>
|Definition=[[ὑπαίθριον]], also α, ον E.''Andr.''227: ([[αἰθήρ]]):—<br><span class="bld">A</span> [[under the sky]], [[in the open air]], [[hypaethral]], [[hypethral]] Pi.''O.''6.61; ὑ. κατακοιμηθῆναι Hdt.4.7, cf. Th.1.134; of troops, Hdt.7.119, X.''An.''5.5.21, 7.6.24: also of things, λύχνα καίειν ὑπαίθρια Hdt.2.62; τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε A.''Ag.''335; ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Id.''Pr.''113; ὑπαιθρία δρόσος E. [[l.c.]]; ὑπ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, Pl.''Criti.''117b; ἔστι.. ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον ''PSI'' 4.404.7 (iii B.C.); [[ὑπαίθρια ἔργα]] = [[outdoor work]], X.''Oec.''7.20:—[[in the open]], [[in public]], ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς Luc.''Apol.''14.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ἐν ὑπαιθρίῳ]], = [[ἐν ὑπαίθρῳ]], Gal.6.94, cf. Hdn.''Epim.''140.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαίθριος Medium diacritics: ὑπαίθριος Low diacritics: υπαίθριος Capitals: ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ
Transliteration A: hypaíthrios Transliteration B: hypaithrios Transliteration C: ypaithrios Beta Code: u(pai/qrios

English (LSJ)

ὑπαίθριον, also α, ον E.Andr.227: (αἰθήρ):—
A under the sky, in the open air, hypaethral, hypethral Pi.O.6.61; ὑ. κατακοιμηθῆναι Hdt.4.7, cf. Th.1.134; of troops, Hdt.7.119, X.An.5.5.21, 7.6.24: also of things, λύχνα καίειν ὑπαίθρια Hdt.2.62; τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε A.Ag.335; ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Id.Pr.113; ὑπαιθρία δρόσος E. l.c.; ὑπ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, Pl.Criti.117b; ἔστι.. ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον PSI 4.404.7 (iii B.C.); ὑπαίθρια ἔργα = outdoor work, X.Oec.7.20:—in the open, in public, ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς Luc.Apol.14.
II as substantive, ἐν ὑπαιθρίῳ, = ἐν ὑπαίθρῳ, Gal.6.94, cf. Hdn.Epim.140.

German (Pape)

[Seite 1180] auch 3 Endgn, Eur. Andr. 226, vgl. Lob. Phryn. 251, wie das Folgde, unter freiem Himmel; νυκτὸς ὑπαίθριος Pind. Ol. 6, 61; λύχνα καίουσι ὑπαίθρια Her. 2, 62; ὑπαίθριος κατεκοιμήθη 4, 7; ἡ στρατιὴ ἔσκε ὑπαίθριος 7, 119; ὑπαίθριος δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὤν Aesch. Prom. 113; πάγοι Ag. 326; Thuc. 1, 134; ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος Plat. Conv. 203 d, vgl. Critia. 117 a; Pol. 16, 12, 3; ὑπ. ἔργα = αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι, Xen. Oec. 7, 20.

French (Bailly abrégé)

ος poét. α, ον :
c. ὕπαιθρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαίθριος: и 3 и ὕπαιθρος
1 находящийся или происходящий на открытом воздухе, под открытым небом (παραχειμασία Polyb.; ἡ στρατιὴ ἔσκε ὑ. Her.): ὑπαιθρία δρόσος Eur. небесная роса; ὑπαιθρίοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Aesch. прикованный под открытым небом (Прометей); ὑπαίθρια ἔργα Xen. работы на открытом воздухе;
2 открытый, явный (παραφροσύνη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαίθριος: -ον, καὶ α, ον, Εὐρ. Ἀνδρ. 227· (αἰθήρ)· - ὁ ἐν ὑπαίθρῳ, ἔξω ὑπὸ τὸν οὐρανόν, οὐχὶ ὑπὸ στέγην, Πινδ. Ο. 6. 104· ὑπ. κατακοιμηθῆναι, ἐπὶ στρατοῦ, Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. 7. 119, Θουκ. 1. 134, Ξενοφ., κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπαίθρια λύχνα καίειν Ἡρόδ. 2. 62· τῶν ὑπ. πάγων δρόσων τε Αἰσχύλ. Ἀγ. 335· ὑπαιθρίοις δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὢν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 113· ὑπ. δρόσος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπ. δεξαμεναί, ἀντίθετον τῷ ὑπόστεγοι, Πλάτ. Κριτί. 117Α, κλπ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἀντὶ αἴθρια ὁ Βöckh διορθοῖ πάγων ὑπαίθρεια... βέλη, χάριν τοῦ μέτρου (πρβλ. ἐπινύμφειος, ἐπινίκειος). - Ὁ Jebb παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Helmke ἐναίθρεια. ΙΙ. ὡς οὐσιστ., ἐν τῷ ὑπαιθρίῳ = ἐν ὑπαίθρῳ, Γαλην. - Πρβλ. ὕπαιθρος.

English (Slater)

ὑπαίθριος in the open air ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος (O. 6.61)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίθριος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α ύπαιθρος
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «υπαίθρια ζωγραφική»
(καλ. τεχν.) ο υπαιθρισμός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαίθριον
το ύπαιθρο.
επίρρ...
υπαιθρίως και υπαίθρια Ν
στο ύπαιθρο.

Greek Monotonic

ὑπαίθριος: -ον και -α, -ον (αἰθήρ), αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, αυτός που βρίσκεται στο ύπαιθρο, υπαίθριος, αυτός που βρίσκεται στα χωράφια, ὑπαίθριος κατακοιμηθῆναι, λέγεται για στρατιά, στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὑπαίθριοι δρόσοι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπ-αίθριος, ον, αἰθήρ
under the sky, in the open air, a-field, ὑπ. κατακοιμηθῆναι, of an army, Hdt., Thuc.; ὑπ. δρόσοι Aesch.

English (Woodhouse)

exposed to the open air, exposed to the weather, in the open air, under the open sky

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπό + αἰθήρ, πού παράγεται ἀπό τό αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.