κατωφερής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoferis
|Transliteration C=katoferis
|Beta Code=katwferh/s
|Beta Code=katwferh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κάτω φερόμενος]], [[hanging down]], κεφαλή <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>5.30</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[καταφερής]]); [[steep]], κατάβασις <span class="bibl">Plb.3.54.5</span>; <b class="b3">κ. θέσις</b> [[sloping]] posture, <span class="bibl">Sor.2.60</span>; [[descending]], χελώνη <span class="bibl">Orib.49.4.51</span>; [[with a downward tendency]], [[heavy]], [[στοιχεῖα]], opp. [[ἀνωφερής]], <span class="title">Stoic.</span>2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>386.23</span>; ὁρμή <span class="bibl">Eust.603.39</span>. Adv. -[[ρῶς]] Vett. Val.<span class="bibl">153.4</span>; gloss on [[κατωκάρα]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>152</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[prone to vice]], [[lewd]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταφερής]] in Apollod.Ath. ap. <span class="bibl">Ath.7.281f</span>, cf. Vett. Val.<span class="bibl">18.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 451.2</span>; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[Σαλαβακχώ]].</span>
|Definition=κατωφερές,<br><span class="bld">A</span> = [[κάτω φερόμενος]], [[hanging down]], κεφαλή X.''Cyn.''5.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[καταφερής]]); [[steep]], κατάβασις Plb.3.54.5; <b class="b3">κ. θέσις</b> [[sloping]] posture, Sor.2.60; [[descending]], χελώνη Orib.49.4.51; [[with a downward tendency]], [[heavy]], [[στοιχεῖα]], opp. [[ἀνωφερής]], ''Stoic.''2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.''in Ph.''386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. [[κατωφερῶς]] Vett. Val.153.4; ''Glossaria'' on [[κατωκάρα]], Sch.Ar.''Pax''152.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[prone to vice]], [[lewd]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταφερής]] in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, ''EM'' 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[Σαλαβακχώ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατωφερής -ές &#91;[[κατά]], [[φέρω]]] [[omlaag lopend]]:. κ. ἥλιος ondergaande zon Hdt. 2.63.1.
|elnltext=κατωφερής -ές &#91;[[κατά]], [[φέρω]]] [[omlaag lopend]]:. κ. ἥλιος ondergaande zon Hdt. 2.63.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωφερής Medium diacritics: κατωφερής Low diacritics: κατωφερής Capitals: ΚΑΤΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: katōpherḗs Transliteration B: katōpherēs Transliteration C: katoferis Beta Code: katwferh/s

English (LSJ)

κατωφερές,
A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. κατωφερῶς Vett. Val.153.4; Glossaria on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152.
II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.

German (Pape)

[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v.l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pend;
2 incliné, pentu, abrupt;
3 qui a tendance à tomber, lourd.
Étymologie: κάτω, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατωφερής -ές [κατά, φέρω] omlaag lopend:. κ. ἥλιος ondergaande zon Hdt. 2.63.1.

Russian (Dvoretsky)

κατωφερής:
1 опущенный вниз (κεφαλή Xen. - v.l. καταφερής);
2 стремительно падающий вниз (ποταμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)
κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)
μσν.-αρχ.
βαρύς
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτωκεφαλή κατωφερής», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.
επίρρ...
κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)
με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανωφερής, παρεμφερής].

Greek Monotonic

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.

Middle Liddell

κατω-φερής, ές = κάτω φερόμενος]
sunken, Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατά + φέρομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.