εἰδικός: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eidikos | |Transliteration C=eidikos | ||
|Beta Code=ei)diko/s | |Beta Code=ei)diko/s | ||
|Definition= | |Definition=εἰδική, εἰδικόν, ([[εἶδος]])<br><span class="bld">A</span> [[specific]], opp. [[γενικός]], [[ὄνομα]] D.T.636.14, A.D.''Synt.''230.11 (Sup.), cf. Porph.''Intr.''4.16 (Sup.), al.; [[ἀντίρρησις]] S.E.''M.''1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.''D.''3 ''Fr.''82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.''Sign.Fr.''2; αἰσθήσεις ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.10.1; [[εἰδικώτατον]], τό, = Lat. [[infima species]], Stoic.3.214, cf. Dam.''Pr.''87. Adv. [[εἰδικῶς]] = [[specifically]]. Stoic.2.77, Dsc.5.75.<br><span class="bld">II</span> [[special]], opp. [[general]], Phlp.''in Mete.''4.27 (Comp.). Adv. [[εἰδικῶς]] = [[specially]], ''CIG'' 2222.15 (Chios).<br><span class="bld">III</span> [[formal]], opp. [[material]], διαφοραί Plot.5.7.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰδική, εἰδικόν, (εἶδος)
A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. εἰδικῶς = specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75.
II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. εἰδικῶς = specially, CIG 2222.15 (Chios).
III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.Synt.230.11, 20, Plot.5.7.1
I 1específico, perteneciente a la especie, de naturaleza específica frec. op. γενικός ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.P.1.188, ἀρεταί Chrysipp.Stoic.3.19, Phld.D.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.Febr.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.fr.2, αἰσθήσεις Placit.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.in Cat.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2
•neutr. subst. τό εἰ. especie op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico, infima species Diog.Bab.Stoic.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.Au.102d
•gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.Synt.230.11, Phlp.in Mete.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.Synt.230.20
•neutr. subst. τὸ εἰ. término específico τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico S.E.M.7.50.
2 formal op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.Febr.25.9, cf. 13, Olymp.in Mete.302.28, in Alc.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales Plot.l.c., cf. Phlp.in GC 53.9.
3 especial op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, ἀντίρρησις ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial S.E.M.1.39, op. κοινός: ὁ ἄνθρωπος ὁ κοινός τε καὶ εἰδικός Porph.Intr.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.in Mete.4.27
•fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos, Dam.Pr.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.Pr.87.
II adv. εἰδικῶς = específicamente περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ... Chrysipp.Stoic.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.P.3.37, ἡ σύνκλητος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως RDGE 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7
•por especies op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132
•en cuanto a la especie πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
German (Pape)
[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
εἰδικός: лог. видовой Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. εἰδικῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰδικός, -ή, -όν) είδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος»)
2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο»)
νεοελλ.
(αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός
αυτός που έχει αποκτήσει ειδικότητα σ' έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης («ειδικός στη συντήρηση αρχαίων μνημείων»)
μσν.
1. τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, συνήθως ο κόμις τών θείων πριονάτων, θησαυροφύλακας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰδικόν
η αρχή και το αξίωμα του ειδικού
αρχ.
μορφικός.