κεραμεοῦς: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameoys
|Transliteration C=kerameoys
|Beta Code=kerameou=s
|Beta Code=kerameou=s
|Definition=ᾶ, οῦν, (κέραμος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of clay</b> or <b class="b2">earth, earthen</b>, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν <span class="bibl">Nico 1</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.463.51, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.3.2</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>39</span>, Dsc.1.71; <b class="b3">τὸ χρῶμα κεραμεοῦς</b> Alex.Mynd. ap. <span class="bibl">Ath.9.398d</span>:—other spellings found in codd. are κεράμειος, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>12</span>; κεράμεος, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>219e</span>, <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>51</span> M., <span class="bibl">Antiph.163.5</span>, <span class="bibl">Theophil.2</span>, cf. <b class="b3">κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος</b>, Hsch., and <b class="b3">κεράμεον, τό</b>, collect., = <b class="b2">tile-work</b>, <span class="title">BCH</span>36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, <span class="bibl">Plb.10.44.2</span>, v.l. in <span class="bibl">Ph.2.273</span>; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), <span class="title">Gp.</span>2.18.14; κεράμιος, <span class="bibl">Str.17.2.3</span>; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.</span>
|Definition=ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) [[of clay]] or [[earth]], [[earthen]], μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. ''IG''22.463.51, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.3.2, Phld.''Mort.''39, Dsc.1.71; <b class="b3">τὸ χρῶμα κεραμεοῦς</b> Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.''Galb.''12; κεράμεος, Pl.''Ly.''219e, Ctes.''Fr.''51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. <b class="b3">κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], and [[κεράμεον]], τό, collect., = [[tile-work]], ''BCH''36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, [[varia lectio|v.l.]] in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. ([[varia lectio|v.l.]]), ''Gp.''2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]].
}}
{{bailly
|btext=εᾶ, εοῦν;<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] [[van klei]], [[aarden]].
}}
{{grml
|mltxt=κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) [[κέραμος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, [[κεράμειος]], [[πήλινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραμεοῦς:''' -ᾶ, -οῦν ([[κέραμος]]), φτιαγμένος απο πηλό, [[πήλινος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
|lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=εᾶ, εοῦν;<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]].
|mdlsjtxt=[[κέραμος]]<br />of [[clay]], [[earthen]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[made of pottery]]
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεοῦς Medium diacritics: κεραμεοῦς Low diacritics: κεραμεούς Capitals: ΚΕΡΑΜΕΟΥΣ
Transliteration A: kerameoûs Transliteration B: kerameous Transliteration C: kerameoys Beta Code: kerameou=s

English (LSJ)

ᾶ, οῦν, (κέραμος) of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr. HP 5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.

German (Pape)

[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.

French (Bailly abrégé)

εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.

Greek Monolingual

κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.

Greek Monotonic

κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.

Middle Liddell

κέραμος
of clay, earthen, Plat.

English (Woodhouse)

made of pottery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)