πρότονοι: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protonoi
|Transliteration C=protonoi
|Beta Code=pro/tonoi
|Beta Code=pro/tonoi
|Definition=οἱ: heterocl. pl. <span class="sense"><span class="bld">A</span> πρότονα <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>483.13</span>, <span class="bibl">Eust.130.44</span>:—two [[ropes from the masthead to the forepart of a ship]], [[forestays]] (opp. [[ἐπίτονος]] 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν</b>] <span class="bibl">Od.2.425</span>; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν <span class="bibl">12.409</span>; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες <span class="bibl">Il.1.434</span>, cf. Alc.<span class="title">Supp.</span>12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>897</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.42</span>(lyr.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>754.4</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>5</span>: metaph., of an old woman's hair, <span class="title">AP</span>5.203 (Mel.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[halyards]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>112</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1134</span> (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας <span class="title">Epigr.Gr.</span>779, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>6</span>.</span>
|Definition=οἱ: heterocl. pl.<br><span class="bld">A</span> πρότονα ''Et.Gud.''483.13, Eust.130.44:—two [[ropes from the masthead to the forepart of a ship]], [[forestays]] (opp. [[ἐπίτονος]] 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν]</b> Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.''Supp.''12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον A.''Ag.''897, cf. E.''Fr.''773.42(lyr.), ''PCair.Zen.''754.4 (iii B.C.), Luc.''Nav.''5: metaph., of an old woman's hair, ''AP''5.203 (Mel.).<br><span class="bld">II</span> [[halyards]], E.''Hec.''112 (anap.), ''IT''1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας ''Epigr.Gr.''779, cf. Call.''Epigr.''6.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότονοι Medium diacritics: πρότονοι Low diacritics: πρότονοι Capitals: ΠΡΟΤΟΝΟΙ
Transliteration A: prótonoi Transliteration B: protonoi Transliteration C: protonoi Beta Code: pro/tonoi

English (LSJ)

οἱ: heterocl. pl.
A πρότονα Et.Gud.483.13, Eust.130.44:—two ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays (opp. ἐπίτονος 'backstay'), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν] Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.Supp.12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον A.Ag.897, cf. E.Fr.773.42(lyr.), PCair.Zen.754.4 (iii B.C.), Luc.Nav.5: metaph., of an old woman's hair, AP5.203 (Mel.).
II halyards, E.Hec.112 (anap.), IT1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Epigr.Gr.779, cf. Call.Epigr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πρότονοι: οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ ἐπίτονος τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε ταῦτα ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ ὀπίσω πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ ἱστός, ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον οἴκημα νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. πρότονοι φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότονοι· οἱ ἑκατέρωθεν τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος κάλως».

Greek Monotonic

πρότονοι: οἱ (προτείνω),
I. μπροστινά καραβόσχοινα από την κορυφή του ιστού χρήσιμα στη στήριξή του (αντίθ. προς το ἐπίτονοι, τα πίσω σχοινιά), σε Όμηρ.· στον ενικ., σωτῆρα ναὸς πρότονον, σε Αισχύλ.
II. στον Ευρ., οι πρότονοι είναι τα σχοινιά με τα οποία σηκώνονταν τα ιστία.

Middle Liddell

πρότονοι, οἱ, προτείνω
I. two ropes from the masthead to the forepart of a ship, the forestays, which kept the mast from falling back (opp. to ἐπίτονοι the backstays), Hom.:—in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον Aesch.
II. in Eur., the πρότονοι are sail-ropes, braces.