σύζευξις: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syzefksis | |Transliteration C=syzefksis | ||
|Beta Code=su/zeucis | |Beta Code=su/zeucis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[a being yoked together]], especially of [[wedded union]], Pl.''Lg.''930b, Arist.''Pol.''1253b10, 1335a10.<br><span class="bld">2</span> of things, [[close union]], [[combination]], Hp.''Art.''14, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508a, [[Theophrastus]] ''Sens.''73; <b class="b3">ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός</b> the number of their [[combinations]], Arist.''Pol.''1290b32; <b class="b3">τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων</b> ib.36; <b class="b3">αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ.</b> the [[confinement]] of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">κατὰ σύζευξιν</b>, of an army marching [[in parallel columns]], Ascl.Tact.11.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a being yoked together, especially of wedded union, Pl.Lg.930b, Arist.Pol.1253b10, 1335a10.
2 of things, close union, combination, Hp.Art.14, Pl.R. 508a, Theophrastus Sens.73; ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός the number of their combinations, Arist.Pol.1290b32; τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων ib.36; αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ. the confinement of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.
b κατὰ σύζευξιν, of an army marching in parallel columns, Ascl.Tact.11.2.
German (Pape)
[Seite 972] ἡ, Zusammenjochung, Verbindung, bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
état d'animaux attelés au même joug ; d'où
1 union par mariage;
2 p. ext. en parl. de ch. union étroite, combinaison.
Étymologie: συζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
Russian (Dvoretsky)
σύζευξις: εως ἡ
1 сопряженность, сочетание, связь, Plat., Arst.;
2 супружество, брак Plat., Arst.;
3 мат. отношение (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
Greek Monotonic
σύζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη, το να είναι ζεμένος κάποιος στον ίδιο ζυγό μαζί με κάποιον άλλο, ζευγάρωμα, συνένωση, σύζευξη, ιδίως λέγεται για τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, στενή σύνδεση, συνδυασμός, συζυγία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σύζευξις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ συνεζευγμένος, μάλιστα ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ ἕνωσις, συναφή, συνένωσις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ ἀριθμὸς τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων αὐτόθι πρβλ. διάμετρος, συνδυασμός.
Middle Liddell
σύζευξις, εως, [from συζεύγνῡμι]
a being yoked together, especially of wedded union, Plat.:—of things, close union, combination, Plat.