ὀριγνάομαι: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orignaomai | |Transliteration C=orignaomai | ||
|Beta Code=o)rigna/omai | |Beta Code=o)rigna/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. -ήσομαι D.C.41.53: aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.''Ep.''6.9:—[[stretch oneself]], like [[ὀρέγομαι]], ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο [[they fought with outstretched]] spears, Hes.''Sc.''190.<br><span class="bld">2</span> c. gen., [[stretch oneself after]] a thing, [[aim at]], [[grasp at]], ὅτε.. θηρῶν ὀριγνῷτο E.''Ba.''1255; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44; κερδέων Herod.7.37; χορείας Pl.''Ax.''366a; τοῦ πλείονος Socr.''Ep.''29, D.C.l.c.; [[aim at]], [[strive]], c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363; νικῆσαι Id.10.5.<br><span class="bld">3</span> [[reach]], [[win]], Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐνήν]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀριγνάομαι:''' (= ὀρέγομαι)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὀριγνάομαι:''' (= ὀρέγομαι)<br /><b class="num">1</b> [[устремляться]], [[бросаться]], [[нападать]] (ἔγχεσιν Her.);<br /><b class="num">2</b> [[гоняться]], [[преследовать]]: ὀ. θηρῶν Eur. охотиться на зверей; ὀ. [[ἐκεῖσε]] διαίτης Plat. томиться по тамошней жизни. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A fut. -ήσομαι D.C.41.53: aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.Ep.6.9:—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc.190.
2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at, ὅτε.. θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba.1255; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44; κερδέων Herod.7.37; χορείας Pl.Ax.366a; τοῦ πλείονος Socr.Ep.29, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363; νικῆσαι Id.10.5.
3 reach, win, Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 (v.l. εὐνήν).
German (Pape)
[Seite 377] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v.l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s'allonger :
1 abs.
2 avec un rég. s'allonger pour saisir ; avec acc. : se saisir de, obtenir.
Étymologie: ὀρέγομαι, ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀριγνάομαι: (= ὀρέγομαι)
1 устремляться, бросаться, нападать (ἔγχεσιν Her.);
2 гоняться, преследовать: ὀ. θηρῶν Eur. охотиться на зверей; ὀ. ἐκεῖσε διαίτης Plat. томиться по тамошней жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ὀριγνάομαι: μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ ἐκτείνω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι πρός τι πρᾶγμα, ἀποβλέπω εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· ποίας δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».
Greek Monotonic
ὀριγνάομαι: (ὀρέγομαι), μέλ. -ήσομαι·
1. τεντώνομαι, ἔγχεσιν ὠριγνῶντο, μάχονταν με προτεταμένα τα δόρατα, σε Ησίοδ.
2. με γεν., τεντώνομαι για να φτάσω κάτι, αποβλέπω, επιθυμώ, σε Ευρ., Θεόκρ.
Middle Liddell
ὀριγνάομαι, [ὀρέγομαι]
1. to stretch oneself, ἔγχεσιν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.
2. c. gen. to stretch oneself after a thing, reach at, grasp at, Eur., Theocr.