εὐπόριστος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efporistos | |Transliteration C=efporistos | ||
|Beta Code=eu)po/ristos | |Beta Code=eu)po/ristos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπόριστον, ([[πορίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[easy to procure]] or [[secure]], Id.''Ep.''3p.63U., ''Sent.''21, ''Fr.''469, Dsc.''Eup. Praef.'': Sup., [[ἀμπεχόνη]], [[οἰκία]], Ph.2.424, cf. Phld.''D.''1.15; [[feasible]], Cic.''Att.''7.1.7; [[εὐπόριστα]] (''[[sc.]]'' [[φάρμακα]]), τά, [[common]], [[family medicines]]: title of work by Dsc., Orib.''Eup.Praef.'' (called <b class="b3">περὶ ἁπλῶν φαρμάκων</b> in codd. of Dsc.''Eup.''); also, [[ordinary food]], opp. [[game out of season]], Plu.''Luc.''40, ''Pomp.''2.<br><span class="bld">II</span> Act., [[providing one's subsistence with ease]], Ptol.''Tetr.''155. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., ''[[sc.]]'' φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ([[πρβλ]]. [[δυσπόριστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-πόριστος, ον [[πορίζω]]<br />[[easy]] to [[procure]];— εὐπόριστα (sc. φάρμακἀ, τά, [[common]] medicines, Plut. | |mdlsjtxt=εὐ-πόριστος, ον [[πορίζω]]<br />[[easy]] to [[procure]];— εὐπόριστα (''[[sc.]]'' φάρμακἀ, τά, [[common]] medicines, Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπόριστον, (πορίζω)
A easy to procure or secure, Id.Ep.3p.63U., Sent.21, Fr.469, Dsc.Eup. Praef.: Sup., ἀμπεχόνη, οἰκία, Ph.2.424, cf. Phld.D.1.15; feasible, Cic.Att.7.1.7; εὐπόριστα (sc. φάρμακα), τά, common, family medicines: title of work by Dsc., Orib.Eup.Praef. (called περὶ ἁπλῶν φαρμάκων in codd. of Dsc.Eup.); also, ordinary food, opp. game out of season, Plu.Luc.40, Pomp.2.
II Act., providing one's subsistence with ease, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 1090] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.
Étymologie: εὖ, πορίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπόριστος: легко добываемый, доступный (ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος Epicur. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόριστος: -ον, (πορίζω) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπόριστος, -ον)
αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος
αρχ.
1. εφικτός, κατορθωτός
2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα της ζωής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα
α) συνήθης και πρόχειρη τροφή
β) τα κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα
γ) τίτλος συγγράμματος του Διοσκουρίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορίζομαι (πρβλ. δυσπόριστος)].
Greek Monotonic
εὐπόριστος: -ον (πορίζω), εύκολα προμηθεύσιμος· εὐπόριστα (ενν. φάρμακα), τά, κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐ-πόριστος, ον πορίζω
easy to procure;— εὐπόριστα (sc. φάρμακἀ, τά, common medicines, Plut.