προκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokataskevazo
|Transliteration C=prokataskevazo
|Beta Code=prokataskeua/zw
|Beta Code=prokataskeua/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prepare beforehand]], εἱρκτὰς ταῦτα π. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.19</span>, cf. <span class="bibl">D.S.15.47</span> (codd.); [[νίκην]] ib.<span class="bibl">3</span>; φάρμακον <span class="bibl">D.C.60.34</span>; [[fortify in advance]], ([[εἰσβολάς]]) Aen. Tact.<span class="bibl">16.16</span>; <b class="b3">π. τινὰ εὔλυτον</b> [[put]] him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.<span class="bibl">11.2</span>:—Med., φίλους <span class="bibl">Plb.4.32.7</span>, cf. [[LXX]] <span class="title">Si.Prol.</span>26, Gal.6.180:—Pass., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Haem.</span>3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>792b5</span>, <span class="bibl">Plb.1.21.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Rhet., [[use the device of]] προκατασκευή <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>; -σκευαζόμενος στοχασμός <span class="bibl">Id.<span class="title">Stat.</span> 3</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prepare beforehand]], εἱρκτὰς ταῦτα π. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.19, cf. D.S.15.47 (codd.); [[νίκην]] ib.3; φάρμακον D.C.60.34; [[fortify in advance]], ([[εἰσβολάς]]) Aen. Tact.16.16; <b class="b3">π. τινὰ εὔλυτον</b> [[put]] him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—Med., φίλους Plb.4.32.7, cf. [[LXX]] ''Si.Prol.''26, Gal.6.180:—Pass., Hp.''Haem.''3, Arist.''Col.''792b5, Plb.1.21.3.<br><span class="bld">II</span> Rhet., [[use the device of]] προκατασκευή 3, Hermog.''Inv.''3.2; -σκευαζόμενος στοχασμός Id.''Stat.'' 3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-κατασκευάζω vooraf regelen.
|elnltext=προ-κατασκευάζω vooraf regelen.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατασκευάζω Medium diacritics: προκατασκευάζω Low diacritics: προκατασκευάζω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: prokataskeuázō Transliteration B: prokataskeuazō Transliteration C: prokataskevazo Beta Code: prokataskeua/zw

English (LSJ)

A prepare beforehand, εἱρκτὰς ταῦτα π. X.Cyr.3.1.19, cf. D.S.15.47 (codd.); νίκην ib.3; φάρμακον D.C.60.34; fortify in advance, (εἰσβολάς) Aen. Tact.16.16; π. τινὰ εὔλυτον put him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—Med., φίλους Plb.4.32.7, cf. LXX Si.Prol.26, Gal.6.180:—Pass., Hp.Haem.3, Arist.Col.792b5, Plb.1.21.3.
II Rhet., use the device of προκατασκευή 3, Hermog.Inv.3.2; -σκευαζόμενος στοχασμός Id.Stat. 3.

German (Pape)

[Seite 729] vorbereiten; Xen. Cyr. 3, 1, 19; τούτων προκατεσκευασμένων, Plut. Lys. 26; Pol. 1, 21, 3; auch med., προκατασκευασάμενος τὰ προειρημένα, 10, 22, 1; προκατεσκευασμένοι φίλους, 4, 32, 7.

French (Bailly abrégé)

préparer d'avance ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κατασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατασκευάζω vooraf regelen.

Russian (Dvoretsky)

προκατασκευάζω: тж. med. заранее готовить, подготовлять (τι Arst., med. Polyb.): ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; τούτων προκατασκευασμενων Plut. или προκατασκευασθέντων Polyb. когда это было подготовлено.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο
(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόν
αρχ.
1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.
β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.
γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)
2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)
3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).

Greek Monotonic

προκατασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω από πριν, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προκατασκευάζω: παρασκευάζω ἐκ τῶν προτέρων, προετοιμάζω, Πολύβ. 1. 21, 2, Διόδ. 15. 47· ἀναχώρησιν ἑαυτῷ Δίων Κ. 46. 38· ταῦτα πρ. εἱρκτάς, ὡς εἱρκτάς, ὡς φυλακάς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19. ― Μέσ., Πολύβ. 4. 32, 7, κτλ. ― Παθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 8.

Middle Liddell

fut. σω
to prepare beforehand, Xen.