κακοπραγία: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakopragia | |Transliteration C=kakopragia | ||
|Beta Code=kakopragi/a | |Beta Code=kakopragi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[misadventure]], [[failure]], <b class="b3">αἱ κατ' οἶκον κ.</b> Th.2.60; <b class="b3">ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ.</b> Id.8.2; κ. γίγνεται Arist. ''Pol.''1296a17; <b class="b3">ἡ τοῦ πέλας κ.</b> Corn.''Rh.''p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. ''Rh.''1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.''Herc.''1251.11, Artem.4.56, etc.<br><span class="bld">b</span> [[bad physical condition]], Gal.10.255.<br><span class="bld">II</span> [[ill-doing]], [[LXX]] ''Wi.''5.24, J.''AJ''2.4.4: pl., [[misdeeds]], Isoc.15.300. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κακοπραγία -ας, ἡ [κακοπραγέω] [[mislukking]], [[ramp]]:. ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. de ramp op Sicilië Thuc. 8.2.1. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A misadventure, failure, αἱ κατ' οἶκον κ. Th.2.60; ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. Id.8.2; κ. γίγνεται Arist. Pol.1296a17; ἡ τοῦ πέλας κ. Corn.Rh.p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. Rh.1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.Herc.1251.11, Artem.4.56, etc.
b bad physical condition, Gal.10.255.
II ill-doing, LXX Wi.5.24, J.AJ2.4.4: pl., misdeeds, Isoc.15.300.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais succès, malheur.
Étymologie: κακοπραγέω.
Greek Monolingual
η (AM κακοπραγία) κακοπραγώ
το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)
μσν.
κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)
αρχ.
1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», Θουκ.)
2. ιατρ. κακή κατάσταση του σώματος
3. στον πληθ. αἱ κακοπραγίαι
κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
κᾰκοπρᾱγία: ἡ, ατύχημα, αποτυχία, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγία -ας, ἡ [κακοπραγέω] mislukking, ramp:. ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. de ramp op Sicilië Thuc. 8.2.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρᾱγία: ἡ неудача, несчастье Arst., Plut.: αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. личные несчастья.
Middle Liddell
κᾰκοπρᾱγία, ἡ, [from κᾰκοπρᾱγέω]
misadventure, failure, Thuc.