ληπτός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liptos
|Transliteration C=liptos
|Beta Code=lhpto/s
|Beta Code=lhpto/s
|Definition=ή, όν, ([[λαμβάνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to be apprehended]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>529d</span>; τῷ λογισμῷ <span class="bibl">Max.Tyr.7.5</span>; <b class="b3">πρὸς αἴσθησιν</b> Chryserm. ap. Gal.8.741. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> later, [[to be apprehended by the senses]], opp. [[νοητός]], <span class="title">AP</span>11.354.6 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in Stoic philos., [[acceptable]], [[not to be refused if offered]], <span class="title">Stoic.</span>3.32, 34. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἐπίληπτος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>896b6</span>.</span>
|Definition=ληπτή, ληπτόν, ([[λαμβάνω]])<br><span class="bld">A</span> [[to be apprehended]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; <b class="b3">πρὸς αἴσθησιν</b> Chryserm. ap. Gal.8.741.<br><span class="bld">b</span> later, [[to be apprehended by the senses]], opp. [[νοητός]], ''AP''11.354.6 (Agath.).<br><span class="bld">2</span> in Stoic philos., [[acceptable]], [[not to be refused if offered]], ''Stoic.''3.32, 34.<br><span class="bld">II</span> = [[ἐπίληπτος]], Arist.''Pr.''896b6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut prendre <i>ou</i> saisir, <i>particul.</i> par l'intelligence;<br /><b>2</b> [[acceptable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut prendre <i>ou</i> saisir, <i>particul.</i> par l'intelligence;<br /><b>2</b> [[acceptable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτός Medium diacritics: ληπτός Low diacritics: ληπτός Capitals: ΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: lēptós Transliteration B: lēptos Transliteration C: liptos Beta Code: lhpto/s

English (LSJ)

ληπτή, ληπτόν, (λαμβάνω)
A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R. 529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.
b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).
2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34.
II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.

German (Pape)

[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut prendre ou saisir, particul. par l'intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτός:
1 воспринимаемый, схватываемый, уловимый (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);
2 (в философии стоиков), приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.

Greek Monolingual

ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].

Greek Monotonic

ληπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του λαμβάνω, αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ.

Middle Liddell

ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω,]
to be apprehended, Plat., Anth.