εὐαρμοστία: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evarmostia | |Transliteration C=evarmostia | ||
|Beta Code=eu)armosti/a | |Beta Code=eu)armosti/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[happy adaptation]], [[suitableness]], μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.''Def.''411e, cf. Ph.2.79, etc.<br><span class="bld">II</span> of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 400d, ''Prt.'' 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.''Pomp.''1; of political [[concord]], κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐαρμοστία:''' ἡ [[соразмерность]], [[слаженность]], [[гармоничность]], [[уравновешенность]] (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ [[ἀνάμιξις]] πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐαρμοστία:''' ἡ, [[επιτηδειότητα]] στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ. | |lsmtext='''εὐαρμοστία:''' ἡ, [[επιτηδειότητα]] στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐαρμοστία]], ἡ,<br />[[easiness]] of [[temper]], Plat., Dem. | |mdlsjtxt=[[εὐαρμοστία]], ἡ,<br />[[easiness]] of [[temper]], Plat., Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A happy adaptation, suitableness, μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Def.411e, cf. Ph.2.79, etc.
II of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), Pl.R. 400d, Prt. 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.Pomp.1; of political concord, κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, gute Verbindung, das Übereinstimmen, die Angemessenheit, καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; τρόπων Dem. 61, 19; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Aeußerlichkeiten überreden, Isocr. 15, 189; Sp, z. B. Plut. Pomp. 1, εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureux accord, juste proportion, harmonie : εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.
Étymologie: εὐάρμοστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐαρμοστία: ἡ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ ἀνάμιξις πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρμοστία: ἡ, ἡ καλὴ ἁρμογή, μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, αλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν Ἰσοκρ. π. Ἀντίδ. § 203· εὐ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς Def. Πλάτ. 411Ε. ΙΙ. ἐπὶ διαθέσεων καὶ τρόπων τῶν ἀνθρώπων, καταλληλότης, Πλάτ. Πολ. 400D, Πρωτ. 326Β· εὐαρ. τρόπων Δημ. 1407. 5· εὐαρ. πρὸς ἔντευξιν Πλουτ. Συγκρ. 1.
Greek Monolingual
εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) ευάρμοστος
η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος
μσν.
η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη
αρχ.
1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα
β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν» — φιλοφροσύνη
3. (για πολιτική συμφωνία) σύμβαση.
Greek Monotonic
εὐαρμοστία: ἡ, επιτηδειότητα στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.
Middle Liddell
εὐαρμοστία, ἡ,
easiness of temper, Plat., Dem.