ἐκπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpiezo
|Transliteration C=ekpiezo
|Beta Code=e)kpie/zw
|Beta Code=e)kpie/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[squeeze out]], σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span> 21</span>, cf. Dsc.1.50; [[thrust]] or [[force out]], τοὺς προσβάλλοντας <span class="bibl">Plb.18.32.3</span>:—Pass., to [[be squeezed out]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>397a23</span>, Dsc.1.52; <b class="b3">ἕλκος ἐκπεπιεσμένον</b> a sore [[that protrudes out of the skin]], dub. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>25</span> (cf. [[ἐκπλίσσομαι]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[oppress]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Ki.</span>12.3</span>: a form [[ἐκπιεζέω]] ib.<span class="bibl"><span class="title">Ez.</span>22.29</span>:—Pass., <span class="bibl">Plb.3.74.2</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[squeeze out]], σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος Hp.''Acut.'' 21, cf. Dsc.1.50; [[thrust]] or [[force out]], τοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3:—Pass., to [[be squeezed out]], Arist.''Mu.''397a23, Dsc.1.52; <b class="b3">ἕλκος ἐκπεπιεσμένον</b> a sore [[that protrudes out of the skin]], dub. in Hp.''Fract.''25 (cf. [[ἐκπλίσσομαι]]).<br><span class="bld">II</span> [[oppress]], [[LXX]] ''1 Ki.''12.3: a form [[ἐκπιεζέω]] ib.''Ez.''22.29:—Pass., Plb.3.74.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[apretar]], [[prensar para extraer un líquido]], [[escurrir]] τὸν χυλόν Hp.<i>Mul</i>.1.75, 105, cf. <i>Int</i>.26, ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται [[αἷμα]] si aprietas las narices, saldrá sangre</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.30.33, φύλλα ἐναποβρέχων ἐκπίεζε Dsc.1.50, en v. pas. σπόγγος ... ἐξ ὕδατος ... ἐκπεπιεσμένος Hp.<i>Acut</i>.21, ἔσται τὸ μὲν πρῶτον ἐκπιεσθὲν [[ἄριστον]] la primera prensada será la mejor</i> Dsc.1.52.3, τῆς μυρσίνης ... ὁ ... καρπὸς ... ἐκπιεζόμενος ποιεῖ οἶνον <i>Gp</i>.7.35.1<br /><b class="num">•</b>de un sólido [[sacar presionando]] καθεῖσα τὴν χεῖρα ἐξεπίεσε λίθον Hp.<i>Epid</i>.5.25<br /><b class="num">•</b>fig. [[oprimir]] τίνα ἐξεπίεσα; [[LXX]] 1<i>Re</i>.12.3.<br /><b class="num">2</b> [[absorber]], [[succionar]] τῶν κυνῶν τὸ [[αἷμα]] las garrapatas <i>An.Bachm</i>.1.285.10, cf. Hsch.ε 1529, en v. pas. τὸ νοτερὸν ἐκπιεζόμενον τό τε πυρῶδες διαπνεόμενον la humedad absorbida y el fuego disipado por el aire</i> en las tormentas, Arist.<i>Mu</i>.397<sup>a</sup>23<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. αἱ ἀδένες ... ἐκπιεζόμεναι τὸν πλάδον Hp.<i>Gland</i>.5.<br /><b class="num">3</b> táct. [[presionar]], [[hacer retroceder]] ἄν τ' ἐκπιέσωσιν οἱ φαλαγγῖται τοὺς καθ' αὑτοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3, en v. pas. Plb.<i>ib</i>.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[apretar]], [[prensar para extraer un líquido]], [[escurrir]] τὸν χυλόν Hp.<i>Mul</i>.1.75, 105, cf. <i>Int</i>.26, ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται [[αἷμα]] si aprietas las narices, saldrá sangre</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.30.33, φύλλα ἐναποβρέχων ἐκπίεζε Dsc.1.50, en v. pas. σπόγγος ... ἐξ ὕδατος ... ἐκπεπιεσμένος Hp.<i>Acut</i>.21, ἔσται τὸ μὲν πρῶτον ἐκπιεσθὲν [[ἄριστον]] la primera prensada será la mejor</i> Dsc.1.52.3, τῆς μυρσίνης ... ὁ ... καρπὸς ... ἐκπιεζόμενος ποιεῖ οἶνον <i>Gp</i>.7.35.1<br /><b class="num">•</b>de un sólido [[sacar presionando]] καθεῖσα τὴν χεῖρα ἐξεπίεσε λίθον Hp.<i>Epid</i>.5.25<br /><b class="num">•</b>fig. [[oprimir]] τίνα ἐξεπίεσα; [[LXX]] 1<i>Re</i>.12.3.<br /><b class="num">2</b> [[absorber]], [[succionar]] τῶν κυνῶν τὸ [[αἷμα]] las garrapatas <i>An.Bachm</i>.1.285.10, cf. Hsch.ε 1529, en v. pas. τὸ νοτερὸν ἐκπιεζόμενον τό τε πυρῶδες διαπνεόμενον la humedad absorbida y el fuego disipado por el aire</i> en las tormentas, Arist.<i>Mu</i>.397<sup>a</sup>23<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. αἱ ἀδένες ... ἐκπιεζόμεναι τὸν πλάδον Hp.<i>Gland</i>.5.<br /><b class="num">3</b> táct. [[presionar]], [[hacer retroceder]] ἄν τ' ἐκπιέσωσιν οἱ φαλαγγῖται τοὺς καθ' αὑτοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3, en v. pas. Plb.<i>ib</i>.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=faire sortir en pressant, pressurer, exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πιέζω]].
|btext=[[faire sortir en pressant]], [[pressurer]], [[exprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πιέζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκπιέζω]], Α και [[ἐκπιάζω]])<br />[[αφαιρώ]] με [[πίεση]] το [[υγρό]] ([[νερό]], χυμό <b>κ.λπ.</b>) από [[κάτι]], [[στίβω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] βίαια κάποιον<br /><b>2.</b> (για έλκη) εμφανίζομαι στο [[δέρμα]].
|mltxt=(AM [[ἐκπιέζω]], Α και [[ἐκπιάζω]])<br />[[αφαιρώ]] με [[πίεση]] το [[υγρό]] ([[νερό]], χυμό <b>κ.λπ.</b>) από [[κάτι]], [[στίβω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] βίαια κάποιον<br /><b>2.</b> (για έλκη) εμφανίζομαι στο [[δέρμα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπῐέζω Medium diacritics: ἐκπιέζω Low diacritics: εκπιέζω Capitals: ΕΚΠΙΕΖΩ
Transliteration A: ekpiézō Transliteration B: ekpiezō Transliteration C: ekpiezo Beta Code: e)kpie/zw

English (LSJ)

A squeeze out, σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος Hp.Acut. 21, cf. Dsc.1.50; thrust or force out, τοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3:—Pass., to be squeezed out, Arist.Mu.397a23, Dsc.1.52; ἕλκος ἐκπεπιεσμένον a sore that protrudes out of the skin, dub. in Hp.Fract.25 (cf. ἐκπλίσσομαι).
II oppress, LXX 1 Ki.12.3: a form ἐκπιεζέω ib.Ez.22.29:—Pass., Plb.3.74.2.

Spanish (DGE)

1 apretar, prensar para extraer un líquido, escurrir τὸν χυλόν Hp.Mul.1.75, 105, cf. Int.26, ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται αἷμα si aprietas las narices, saldrá sangre LXX Pr.30.33, φύλλα ἐναποβρέχων ἐκπίεζε Dsc.1.50, en v. pas. σπόγγος ... ἐξ ὕδατος ... ἐκπεπιεσμένος Hp.Acut.21, ἔσται τὸ μὲν πρῶτον ἐκπιεσθὲν ἄριστον la primera prensada será la mejor Dsc.1.52.3, τῆς μυρσίνης ... ὁ ... καρπὸς ... ἐκπιεζόμενος ποιεῖ οἶνον Gp.7.35.1
de un sólido sacar presionando καθεῖσα τὴν χεῖρα ἐξεπίεσε λίθον Hp.Epid.5.25
fig. oprimir τίνα ἐξεπίεσα; LXX 1Re.12.3.
2 absorber, succionar τῶν κυνῶν τὸ αἷμα las garrapatas An.Bachm.1.285.10, cf. Hsch.ε 1529, en v. pas. τὸ νοτερὸν ἐκπιεζόμενον τό τε πυρῶδες διαπνεόμενον la humedad absorbida y el fuego disipado por el aire en las tormentas, Arist.Mu.397a23
en v. med. mismo sent. αἱ ἀδένες ... ἐκπιεζόμεναι τὸν πλάδον Hp.Gland.5.
3 táct. presionar, hacer retroceder ἄν τ' ἐκπιέσωσιν οἱ φαλαγγῖται τοὺς καθ' αὑτοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3, en v. pas. Plb.ib.

German (Pape)

[Seite 772] herausdrücken, -pressen, Hippocr.; ἅλα, das Meerwasser aus den Haaren, Democrit. ep. (Plan. 180); Plut.; herausdrängen, Pol. 18, 15, 5 u. öfter, von Soldaten, die aus der Schlachtreihe zurückgedrängt werden; ἐκπιεστὰ ξύλα, bei Arist. probl. 16, 8, aus dem die Feuchtigkeit ausgepreßt ist, ausgedörrt. Erst bei Sp. findet sich die eigentlich dor. Form ἐκπιάζω.

French (Bailly abrégé)

faire sortir en pressant, pressurer, exprimer.
Étymologie: ἐκ, πιέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπιέζω:
1 выжимать, выдавливать (τὸ νοτερόν Arst., Plut.; ὑπὸ κουφότητος ἐκπιεσθείς Plut.): ἐκπιεστὰ ξύλα Arst. высушенные дрова;
2 воен. вытеснять, выпирать (τοὺς προσβάλλοντας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπιέζω: -έσω, πιέζω τι ὥστε νὰ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὑγρόν, σπόγγος ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐξάγω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀναγκάζω αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως ἐξέρχομαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἕλκος ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. ἐκπιάζω.

Greek Monolingual

(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)
αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω
αρχ.-μσν.
βασανίζω, ταλαιπωρώ
αρχ.
1. διώχνω βίαια κάποιον
2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.