δέατο: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deato
|Transliteration C=deato
|Beta Code=de/ato
|Beta Code=de/ato
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seemed</b>, <b class="b3">ἀεικέλιος δέατ' εἶναι</b> <b class="b2">methought</b> he was a pitiful fellow, <span class="bibl">Od.6.242</span>; <b class="b3">εἰκ ἂν δέατοι</b>, = [[ἢν δοκῇ]], ὅσᾳ ἂν δ., = [[ὅσῃ ἂν δοκῇ]], <span class="title">IG</span>5(2).6.10, 18 (Tegea); <b class="b3">ὁπόθ' ἂν δεάσητοι ἀμφοτέροις</b> ib.343.24 (Orchom. Arc.); cf. <b class="b3">δέαται· δοκεῖ, δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον, δέασθεν</b> (prob.): <b class="b3">ἐδόκουν</b>, Hsch. (Root δεψᾰ, cf. <b class="b3">δῆλος, δοάσσατο</b>, Skt. <b class="b2">d[imacracute]deti</b> 'appear'.)</span>
|Definition=[[seemed]], <b class="b3">ἀεικέλιος δέατ' εἶναι</b> [[methought]] he was a pitiful fellow, Od.6.242; <b class="b3">εἰκ ἂν δέατοι</b>, = [[ἢν δοκῇ]], ὅσᾳ ἂν δ., = [[ὅσῃ ἂν δοκῇ]], ''IG''5(2).6.10, 18 (Tegea); <b class="b3">ὁπόθ' ἂν δεάσητοι ἀμφοτέροις</b> ib.343.24 (Orchom. Arc.); cf. <b class="b3">δέαται· δοκεῖ, δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον, δέασθεν</b> (prob.): [[ἐδόκουν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Root δεψᾰ, cf. [[δῆλος]], [[δοάσσατο]], Skt. dī́deti 'appear'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[defective]] ipf., appeared, seemed , Od. 6.242†. Cf. [[δοάσσατο]].
|auten=[[defective]] ipf., appeared, seemed, Od. 6.242†. Cf. [[δοάσσατο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δέατο]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]]» — [[τιποτένιος]] φαινόταν ότι [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη [[σημασία]] «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες του Ησυχίου «<i>δεάμην</i> εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «<i>δέαται</i><br />φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του τ. [[δέατο]]. Η λ. [[δέατο]] ανάγεται σε IE <i>de∂</i><sub>2</sub>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δήλος]]), μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της IE <i>dey</i>-<i>∂</i><sub>2</sub>- «[[φέγγω]], [[λάμπω]] [[φαίνομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>deti</i> «φαίνεται» <i>did</i><i>ī</i><i>h</i><i>ī</i>). Επίσης ο τ. [[δέατο]] συνδέεται ετυμολογικά με τα [[Ζευς]], [[δίος]]].
|mltxt=[[δέατο]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]]» — [[τιποτένιος]] φαινόταν ότι [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη [[σημασία]] «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες του Ησυχίου «<i>δεάμην</i> εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «<i>δέαται</i><br />φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του τ. [[δέατο]]. Η λ. [[δέατο]] ανάγεται σε IE <i>de∂</i><sub>2</sub>- ([[πρβλ]]. [[δήλος]]), μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της IE <i>dey</i>-<i>∂</i><sub>2</sub>- «[[φέγγω]], [[λάμπω]] [[φαίνομαι]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>deti</i> «φαίνεται» <i>did</i><i>ī</i><i>h</i><i>ī</i>). Επίσης ο τ. [[δέατο]] συνδέεται ετυμολογικά με τα [[Ζευς]], [[δίος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέᾰτο:''' [[λέξη]] αμφίβ. προέλ., ερμην. από το <i>ἐδόκει</i>· [[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]], φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν [[αξιολύπητος]] [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[δοάσσατο]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[seemed]] (Il.)<br />Other forms: isolated imperfect 3. sg. ζ 242; beside <b class="b3">δεάμην ἐδοκίμαζον</b>, [[ἐδόξαζον]] and <b class="b3">δέαται φαίνεται</b>, [[δοκεῖ]] H.; Arcadian subj. [[δέατοι]] and (aor.) <b class="b3">δεά[σε]τοι</b>. Here perhaps also the aorist [[δοάσσατο]], subj. [[δοάσσεται]] (Hom.) for <b class="b3">*δεάσσατο</b>, <b class="b3">-εται</b> after [[ἔδοξε]] (Wackernagel Unt. 61f.), but cf. [[τροχάζω]] from [[τρέχω]]; cf. Ruijgh Él. Ach. 130.<br />Origin: IE [Indo-European] [183] <b class="b2">*dei(h₂)-</b> [[seem]], [[shine]]<br />Etymology: Disyllabic root <b class="b2">*deih₂-</b> in <b class="b3">δέα-το</b> (Schwyzer 680f.), also in the adjective [[δῆλος]] (s. v.) < <b class="b3">*δέα-λος</b>. Monosyllabic form in Sanskrit, <b class="b2">dī́-de-ti</b> [[seems]], ipv. <b class="b2">di-dī-hí</b>, IE <b class="b2">*dei-</b>. - Cf. [[δῖος]] and [[Ζεύς]], [[δέελος]], [[δῆλος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[δοάσσατο]]<br />a [[word]] of [[doubtful]] [[origin]], expl. by ἐδόκει, [[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]] he seemed, methought he was, a [[pitiful]] [[fellow]], Od.:
}}
{{FriskDe
|ftr='''δέατο''': {déato}<br />'''Forms''': daneben δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον und δέαται· φαίνεται, δοκεῖ H. ebenso wie die arkadischen Konj. δέατοι und (Aor.) δεά[σε][[τοι]]. Hierher wahrscheinlich auch der Aorist [[δοάσσατο]], Konj. δοάσσεται (Hom.) für *δεάσσατο, -εται nach ἔδοξε (Wackernagel Unt. 61f.).<br />'''Grammar''': v. (isolierte Imperfektform 3. sg. ζ 242)<br />'''Meaning''': [[schien]]<br />'''Etymology''': Zweisilbiger Verbalstamm [[δέατο]] (Schwyzer 680f.), der auch dem Adjektiv [[δῆλος]] (s. d.) aus *δέαλος zugrunde liegt. Ohne genaue außergriechische Entsprechung. Einsilbige Formen mit entsprechender Bed. im Altindischen, z. B. ''dī́''-''de''-''ti'' [[scheint]], Ipv. ''di''-''dī''-''hí'', idg. ''dei''-, ''dī''-, letzteres somit als Reduktionsstufe gegenüber dem zweisilbigen ''deiə''- in [[δέατο]]. — Vgl. auch [[δῖος]] und [[Ζεύς]].<br />'''Page''' 1,354
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέᾰτο Medium diacritics: δέατο Low diacritics: δέατο Capitals: ΔΕΑΤΟ
Transliteration A: déato Transliteration B: deato Transliteration C: deato Beta Code: de/ato

English (LSJ)

seemed, ἀεικέλιος δέατ' εἶναι methought he was a pitiful fellow, Od.6.242; εἰκ ἂν δέατοι, = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ., = ὅσῃ ἂν δοκῇ, IG5(2).6.10, 18 (Tegea); ὁπόθ' ἂν δεάσητοι ἀμφοτέροις ib.343.24 (Orchom. Arc.); cf. δέαται· δοκεῖ, δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον, δέασθεν (prob.): ἐδόκουν, Hsch. (Root δεψᾰ, cf. δῆλος, δοάσσατο, Skt. dī́deti 'appear'.)

German (Pape)

[Seite 534] s. δέαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

δέατο: μόνον ἐν Ὀδ. Ζ. 242, ἀεικέλιος δέατ᾿ εἶναι, ἔνθα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐδόκει, ἐφαίνετο, ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἐλεεινὸς ἄνθρωπος· καὶ ὁ Ἡσυχ. δὲ ἔχει «δέαται, δοκεῖ»· καὶ ἐν τῇ Τεγεατικῇ Ἐπιγραφ. (Jahn’s Jahrb., 1861) ἀπαντῶσιν οἱ τύποι εἰ κἂν δέατοι = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ. = ὅση ἂν δοκῇ. (Ἡ ῥίζα κατὰ τὸν Κούρτ. εἶναι ΔΙF (ὡς ἐν τῷ δέελος, δῆλος) = φαίνομαι· ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται τοῦτο, ἴδε Gr. Etym. σ. 520.)

English (Autenrieth)

defective ipf., appeared, seemed, Od. 6.242†. Cf. δοάσσατο.

Greek Monolingual

δέατο (Α)
φρ. «ἀεικέλιος δέατ' εἶναι» — τιποτένιος φαινόταν ότι είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη σημασία «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες του Ησυχίου «δεάμην εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «δέαται
φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του τ. δέατο. Η λ. δέατο ανάγεται σε IE de∂2- (πρβλ. δήλος), μηδενισμένη βαθμίδα της IE dey-2- «φέγγω, λάμπω φαίνομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. dīdeti «φαίνεται» didīhī). Επίσης ο τ. δέατο συνδέεται ετυμολογικά με τα Ζευς, δίος].

Greek Monotonic

δέᾰτο: λέξη αμφίβ. προέλ., ερμην. από το ἐδόκει· ἀεικέλιος δέατ' εἶναι, φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν αξιολύπητος άνθρωπος, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. δοάσσατο.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: seemed (Il.)
Other forms: isolated imperfect 3. sg. ζ 242; beside δεάμην ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον and δέαται φαίνεται, δοκεῖ H.; Arcadian subj. δέατοι and (aor.) δεά[σε]τοι. Here perhaps also the aorist δοάσσατο, subj. δοάσσεται (Hom.) for *δεάσσατο, -εται after ἔδοξε (Wackernagel Unt. 61f.), but cf. τροχάζω from τρέχω; cf. Ruijgh Él. Ach. 130.
Origin: IE [Indo-European] [183] *dei(h₂)- seem, shine
Etymology: Disyllabic root *deih₂- in δέα-το (Schwyzer 680f.), also in the adjective δῆλος (s. v.) < *δέα-λος. Monosyllabic form in Sanskrit, dī́-de-ti seems, ipv. di-dī-hí, IE *dei-. - Cf. δῖος and Ζεύς, δέελος, δῆλος.

Middle Liddell

[cf. δοάσσατο
a word of doubtful origin, expl. by ἐδόκει, ἀεικέλιος δέατ' εἶναι he seemed, methought he was, a pitiful fellow, Od.:

Frisk Etymology German

δέατο: {déato}
Forms: daneben δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον und δέαται· φαίνεται, δοκεῖ H. ebenso wie die arkadischen Konj. δέατοι und (Aor.) δεά[σε]τοι. Hierher wahrscheinlich auch der Aorist δοάσσατο, Konj. δοάσσεται (Hom.) für *δεάσσατο, -εται nach ἔδοξε (Wackernagel Unt. 61f.).
Grammar: v. (isolierte Imperfektform 3. sg. ζ 242)
Meaning: schien
Etymology: Zweisilbiger Verbalstamm δέατο (Schwyzer 680f.), der auch dem Adjektiv δῆλος (s. d.) aus *δέαλος zugrunde liegt. Ohne genaue außergriechische Entsprechung. Einsilbige Formen mit entsprechender Bed. im Altindischen, z. B. dī́-de-ti scheint, Ipv. di--, idg. dei-, -, letzteres somit als Reduktionsstufe gegenüber dem zweisilbigen deiə- in δέατο. — Vgl. auch δῖος und Ζεύς.
Page 1,354