συγγνωμονικός: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggnomonikos | |Transliteration C=syggnomonikos | ||
|Beta Code=suggnwmoniko/s | |Beta Code=suggnwmoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=συγγνωμονική, συγγνωμονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to make allowance]], [[indulgent]], Arist.''Rh.''1384b3, ''EN''1143a21. Adv.[[συγγνωμονικῶς]] Hierocl. ''in CA''12p.447M.<br><span class="bld">II</span> of things, [[pardonable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1136a5; <b class="b3">οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ.</b> ib.1150b8.<br><span class="bld">2</span> [[pertaining to]] συγγνώμη 2, Hermog.''Stat.''5. Adv. [[συγγνωμονικῶς]] ib.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[indulgent]];<br /><b>2</b> [[pardonnable]].<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγγνωμονικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συγγνωμονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[склонный прощать]], [[снисходительный]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[извинительный]], [[простительный]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
συγγνωμονική, συγγνωμονικόν,
A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv.συγγνωμονικῶς Hierocl. in CA12p.447M.
II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8.
2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. συγγνωμονικῶς ib.3.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk
Russian (Dvoretsky)
συγγνωμονικός:
1 склонный прощать, снисходительный Arst.;
2 извинительный, простительный Arst.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.
Greek Monotonic
συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.
Middle Liddell
συγγνωμονικός, ή, όν [from συγγνώμων
I. inclined to pardon, indulgent, Arist.
II. of things, pardonable, Arist.