ἐκκρεμάννυμι: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkremannymi | |Transliteration C=ekkremannymi | ||
|Beta Code=e)kkrema/nnumi | |Beta Code=e)kkrema/nnumi | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -κρεμάσω,<br><span class="bld">A</span> [[hang from]] or [[upon]] a thing, Hp.''Art.''22 (dub.); τι ἔκ τινος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1363; λίθον τοῦ ποδός ''AP''11.100 (Lucill.); τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5.<br><span class="bld">II</span> Pass., like [[ἐκκρέμαμαι]], [[hang on by]], [[cling to]], c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.''Tox.''6.<br><span class="bld">2</span> metaph., to [[be devoted to]], Ἄρεος E. ''El.''950. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=suspendre une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐκκρεμάννυμαι]] se suspendre : τινος à qqn, s'attacher aux bras <i>ou</i> aux vêtements de qqn.<br />'''Étymologie:''' ἐκ, [[κρεμάννυμι]]. | |btext=[[suspendre une chose à une autre]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐκκρεμάννυμαι]] se suspendre : τινος à qqn, s'attacher aux bras <i>ou</i> aux vêtements de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρεμάννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ | |lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, [[εἶναι]] ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. -κρεμάσω,
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.); τι ἔκ τινος Ar.Eq.1363; λίθον τοῦ ποδός AP11.100 (Lucill.); τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5.
II Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.Tox.6.
2 metaph., to be devoted to, Ἄρεος E. El.950.
Spanish (DGE)
(ἐκκρεμάννῡμι) I tr.
1 colgar, suspender c. ac. de cosa τι ... βάρος Hp.Art.22, cf. Superf.8, c. ac. de cosa y gen. o giro prep. λύχνον ... χρυσῆς ἁλύσεως I.BI 7.429, τοῦ ποδὸς ... λίθον AP 11.100 (Lucill.), ὅπως ἐκκρεμάσῃ ἐκ τοῦ οἴκου ... κόκκινον 1Ep.Clem.12.7, cóm. c. ac. de pers. ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον Ar.Eq.1363
•en v. med. mismo sent., c. ac. de cosa y ὑπέρ c. gen. ἤν ποτε ... στεφάνους προθύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι AP 5.92 (Rufin.).
2 fig. hacer depender εἰς ὀλοὴν ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας AP 1.101 (Men.Prot.).
II intr., gener. en v. med.
1 colgarse c. gen. τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, ἐκκρεμάννυνται δὲ περὶ τὴν θαλάμην τὰ ᾠά los huevos quedan suspendidos alrededor del agujero al desovar el pulpo, Arist.HA 549b34, τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαννυμένην ἀποσεισάμενος zarandeando a su mujer que se colgaba de él Luc.Tox.61, en act. τῶν θυρίδων ἐκκρεμαννύντες Plu.2.522a, c. adv. συνέρρει ... τὰ πλήθη καὶ ἄλλος ἀλλαχόθεν ἐκκρεμαννύμενος ἐθεῶντο αὐτόν Ael.VH 12.58.
2 fig. dedicarse, consagrarse c. gen. τὰ τέκν' αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται sus hijos se consagran a Ares E.El.950.
3 estar suspendido de, estar pendiente de c. gen. ἀρτηθεῖσα ... καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς Ph.1.442, τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12, τῶν Ἀθήνησι ψηφισμάτων Plu.Pel.7, τῆς ἐνταῦθα ζωῆς Clem.Al.QDS 2.2.
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρεμάννυμι), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; Ἄρεος, ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950.
French (Bailly abrégé)
suspendre une chose à une autre;
Moy. ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s'attacher aux bras ou aux vêtements de qqn.
Étymologie: ἐκ, κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρεμάννῡμι: (fut. ἐκκρεμάσω)
1 привешивать (τι ἐκ τοῦ λάρυγγος Arph.; λίθον τοῦ ποδός Anth.);
2 ставить в зависимость, связывать (ἐλπίδας εἴς τι Anth.);
3 med. хвататься, цепляться (τῶν ἀπιόντων Thuc.; τῶν πηδαλίων Luc.; τοῦ φορείου Plut.): Ἄρεος ἐκκρεμάννυσθαι Eur. быть преданным Арею, т. е. быть воинственным.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμάννῡμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ ἐκκρέμαμαι, προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν θέλω ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, εἶναι ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950.
Greek Monolingual
ἐκκρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα
2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκκρεμάννῡμι: μέλ. -κρεμάσω·
I. κρεμώ από ή πάνω σ' ένα πράγμα· τι ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
II. Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -κρεμάσω
I. to hang from or upon a thing; τι ἔκ τινος Ar.
II. Pass. to hang on by, cling to, c. gen., Thuc.:—metaph. to be devoted to, Eur.
B. ἐκκρέμαμαι
1. Pass. to hang from, depend upon, c. gen., Plut.
Chinese
原文音譯:™kkršmamai 誒克-克雷馬買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-掛
字義溯源:傾聽,仔細聽,側耳;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κρεμάννυμι)*=掛)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 側耳(1) 路19:48