μετάφημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metafimi
|Transliteration C=metafimi
|Beta Code=meta/fhmi
|Beta Code=meta/fhmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speak among</b> persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. <b class="b3">μετέφη</b>), c. dat. pl., <b class="b3">τῇσιν</b> (sc. <b class="b3">δμῳαῖς</b>) μ. <span class="bibl">Od.18.312</span>; πάντεσσι θεοῖσι <span class="bibl">Il.19.100</span>: elsewh. Hom. always joins it with <b class="b3">τοῖς</b> or <b class="b3">τοῖσι</b>, whether a single person is addressed, as in <span class="bibl">Il.2.411</span>, <span class="bibl">4.153</span>, <span class="bibl">19.55</span>, or more than one, as in <span class="bibl">Od.8.132</span>:—<b class="b3">μετέφη</b> c. acc. pers. is f. l. in <span class="bibl">Il.2.795</span>.</span>
|Definition=[[speak among]] persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. [[μετέφη]]), c. dat. pl., [[τῇσιν]] (''[[sc.]]'' [[δμῳαῖς]]) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewhere Hom. always joins it with [[τοῖς]] or [[τοῖσι]], whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—[[μετέφη]] c. acc. pers. is [[falsa lectio|f.l.]] in Il.2.795.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] (s. [[φημί]]), wie [[μεταυδάω]], unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] (s. [[φημί]]), wie [[μεταυδάω]], unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, ''[[sc.]]'' δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. 3ᵉ sg.</i> μετέφη;<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι, <i>ou en gén.</i> s'adresser à;<br /><b>2</b> [[adresser la parole à]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φημί]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάφημι:''' (только 3 л. sing. impf. [[μετέφη]]) обращаться с речью, говорить (τινί, реже τινά Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), [[μετὰ]] δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]].
|lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. 3ᵉ sg.</i> μετέφη;<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι, <i>ou en gén.</i> s’adresser à;<br /><b>2</b> adresser la parole à.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φημί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάφημι]] (Α)<br />[[μιλώ]] [[μαζί]] με άλλους ή ως [[αντιπρόσωπος]] άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῑσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»].
|mltxt=[[μετάφημι]] (Α)<br />[[μιλώ]] [[μαζί]] με άλλους ή ως [[αντιπρόσωπος]] άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάφημι:''' παρατ. <i>μετ-έφην</i> (πρβλ. μετ-εῖπον)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετάφημι:''' παρατ. <i>μετ-έφην</i> (πρβλ. μετ-εῖπον)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=imperf. μετ-έφην [cf. [[μετεῖπον]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[among]] others, to [[address]] them, c. dat. pl., Hom.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[accost]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάφημι Medium diacritics: μετάφημι Low diacritics: μετάφημι Capitals: ΜΕΤΑΦΗΜΙ
Transliteration A: metáphēmi Transliteration B: metaphēmi Transliteration C: metafimi Beta Code: meta/fhmi

English (LSJ)

speak among persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. μετέφη), c. dat. pl., τῇσιν (sc. δμῳαῖς) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewhere Hom. always joins it with τοῖς or τοῖσι, whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—μετέφη c. acc. pers. is f.l. in Il.2.795.

German (Pape)

[Seite 156] (s. φημί), wie μεταυδάω, unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. μετέφη;
1 parler au milieu de, τινι, ou en gén. s'adresser à;
2 adresser la parole à.
Étymologie: μετά, φημί.

Russian (Dvoretsky)

μετάφημι: (только 3 л. sing. impf. μετέφη) обращаться с речью, говорить (τινί, реже τινά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάφημι: ὡς τὸ μεταυδάω, ὁμολῶ μεταξύ τινων, ἑπομένως, ἀποτείνω τὸν λόγον, ἀγορεύω πρός..., Ὅμ. (ὅστις ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, ὅπερ ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον πρόσωπον γίνεται λόγος, ὥστε ἐνταῦθα τὸ τοῖς δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. μετεῖπον.

English (Autenrieth)

ipf. μετέφη: speak among or to, τισί, also w. acc., Il. 2.795. See φημί.

Greek Monolingual

μετάφημι (Α)
μιλώ μαζί με άλλους ή ως αντιπρόσωπος άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῖσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φημί «λέγω»].

Greek Monotonic

μετάφημι: παρατ. μετ-έφην (πρβλ. μετ-εῖπον)·
1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ., προσεγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

imperf. μετ-έφην [cf. μετεῖπον
1. to speak among others, to address them, c. dat. pl., Hom.
2. c. acc. pers. to accost, Il.