Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykefalos
|Transliteration C=polykefalos
|Beta Code=poluke/falos
|Beta Code=poluke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">many-headed</b>, θηρίον <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 588c</span>; σοφιστής <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>240c</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>769b27</span>; of plants, interpol. in Dsc.2.152; <b class="b3">π. στρέβλα</b> (with allusion to Pl.<span class="title">R.</span>l.c.) <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span> 7.14</span>; <b class="b3">νόμος π</b>., a celebrated air on the flute, so called from its expressing <b class="b2">the hissing of the serpents round the Gorgon's head</b>, Plu.2.1133d.</span>
|Definition=πολυκέφαλον, [[many-headed]], θηρίον [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 588c; σοφιστής Id.''Sph.''240c, cf. Arist.''GA''769b27; of plants, interpol. in Dsc.2.152; <b class="b3">π. στρέβλα</b> (with allusion to [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' l.c.) [[LXX]] ''4 Ma.'' 7.14; <b class="b3">νόμος π.</b>, a celebrated air on the flute, so called from its expressing [[the hissing of the serpents round the Gorgon's head]], Plu.2.1133d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] vielköpfig; [[θηρίον]], Plat. Rep. IX, 588 c; [[σοφιστής]], Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; [[νόμος]], Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] vielköpfig; [[θηρίον]], Plat. Rep. IX, 588 c; [[σοφιστής]], Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; [[νόμος]], Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de têtes : [[πολυκέφαλος]] [[νόμος]] PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κεφαλή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκέφαλος -ον &#91;[[πολύς]], [[κεφαλή]]] [[veelkoppig]]:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκέφᾰλος:''' [[многоголовый]] ([[θηρίον]] Plat.): π. [[νόμος]] Plut. многоголовый напев (подражание на флейте шипению змей Горгоны).
}}
{{ls
|lstext='''πολῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· [[νόμος]] π., περίφημόν τι [[μέλος]] παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια (α. «[[πολυκέφαλος]] Ὕδρα», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «πλάττε [[τοίνυν]] μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο [[κόμμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νόμος]] [[πολυκέφαλος]]» — περίφημη [[μελωδία]] του αυλού που αποδιδόταν στην Αθηνά, ήταν [[απομίμηση]] τών συριγμών τών φιδιών που υπήρχαν [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] τών Γοργόνων και καθιερώθηκε από τον Απόλλωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[μακροκέφαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κέφᾰλος, ον, [[κεφαλή]]<br />[[many]]-headed, Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[with many heads]]
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέφᾰλος Medium diacritics: πολυκέφαλος Low diacritics: πολυκέφαλος Capitals: ΠΟΛΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: polyképhalos Transliteration B: polykephalos Transliteration C: polykefalos Beta Code: poluke/falos

English (LSJ)

πολυκέφαλον, many-headed, θηρίον Pl.R. 588c; σοφιστής Id.Sph.240c, cf. Arist.GA769b27; of plants, interpol. in Dsc.2.152; π. στρέβλα (with allusion to Pl.R. l.c.) LXX 4 Ma. 7.14; νόμος π., a celebrated air on the flute, so called from its expressing the hissing of the serpents round the Gorgon's head, Plu.2.1133d.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig; θηρίον, Plat. Rep. IX, 588 c; σοφιστής, Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; νόμος, Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de têtes : πολυκέφαλος νόμος PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.
Étymologie: πολύς, κεφαλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέφαλος -ον [πολύς, κεφαλή] veelkoppig:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέφᾰλος: многоголовый (θηρίον Plat.): π. νόμος Plut. многоголовый напев (подражание на флейте шипению змей Горгоны).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέφᾰλος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· νόμος π., περίφημόν τι μέλος παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ.
β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα»)
αρχ.
φρ. «νόμος πολυκέφαλος» — περίφημη μελωδία του αυλού που αποδιδόταν στην Αθηνά, ήταν απομίμηση τών συριγμών τών φιδιών που υπήρχαν γύρω από το κεφάλι τών Γοργόνων και καθιερώθηκε από τον Απόλλωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μακροκέφαλος.

Greek Monotonic

πολῠκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πολῠ-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
many-headed, Plat.

English (Woodhouse)

with many heads

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)