συνεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneisago
|Transliteration C=syneisago
|Beta Code=suneisa/gw
|Beta Code=suneisa/gw
|Definition=[ᾰ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bring in together</b>, τὰ ἐπιτήδεια <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.24</span>; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>26.6</span> (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.<span class="title">Placit.</span>1.27.3, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>6p.428M.</span>, <span class="bibl">22p.468M.</span>:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1760.28</span> (i B.C.):— Pass., <b class="b3">ᾧ συνεισάγεται</b> <b class="b2">in</b> which <b class="b2">is included . .</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.86</span>, cf. <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span>1.107D.</span></span>
|Definition=[ᾰ], [[bring in together]], τὰ ἐπιτήδεια [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα ''PEleph.''26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.27.3, Hierocl.''in CA''6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ ''BGU''1760.28 (i B.C.):—Pass., <b class="b3">ᾧ συνεισάγεται</b> in which is included.., S.E.''P.''2.86, cf. Steph. ''in Hp.''1.107D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] (s. [[ἄγω]]), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] (s. [[ἄγω]]), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – ''[[sc.]]'' στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
}}
{{bailly
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί τι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεισάγω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[одновременно ввозить]] (τὰ [[ἐπιτήδεια]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[одновременно вносить]] (ζηλοτυπίαν τῷ μίσει Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[вместе с тем умозаключать]]: ᾧ συνεισάγεται Sext. из чего следует.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεισάγω''': [[εἰσάγω]] [[ὁμοῦ]], τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ [[ἔχθρα]] σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
|lstext='''συνεισάγω''': [[εἰσάγω]] [[ὁμοῦ]], τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ [[ἔχθρα]] σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
}}
{{bailly
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] μαζί, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] μαζί, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[bring]] in [[together]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισάγω Medium diacritics: συνεισάγω Low diacritics: συνεισάγω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: syneiságō Transliteration B: syneisagō Transliteration C: syneisago Beta Code: suneisa/gw

English (LSJ)

[ᾰ], bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):—Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included.., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.

French (Bailly abrégé)

introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συνεισάγω: (ᾰ)
1 одновременно ввозить (τὰ ἐπιτήδεια Xen.);
2 одновременно вносить (ζηλοτυπίαν τῷ μίσει Plut.);
3 вместе с тем умозаключать: ᾧ συνεισάγεται Sext. из чего следует.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monotonic

συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω
to bring in together, Xen.