κατολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katolisthano
|Transliteration C=katolisthano
|Beta Code=katolisqa/nw
|Beta Code=katolisqa/nw
|Definition=later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, <span class="bibl">Agath.1.1</span>: Ep. aor. 2 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κατόλισθε <span class="bibl">A.R.1.390</span>: aor. 1 -ωλίσθησα <span class="bibl">Alciphr.3.64</span>: pf. -ωλίσθηκα <span class="bibl">Orib.50.42.3</span>:—<b class="b2">slip, sink down</b>, <span class="bibl">Str.4.6.6</span>; of hernia, Gal.l.c.; of a building, <b class="b2">collapse</b>, <span class="bibl">Agath.1.10</span>: metaph., <b class="b3">ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα</b>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Abd.</span>28</span>, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>60</span>; εἰς πλεονεξίαν <span class="bibl">Agath.1.1</span>.</span>
|Definition=later [[κατολισθαίνω]] Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 κατωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. κατωλίσθηκα Orib.50.42.3:—[[slip]], [[sink down]], Str.4.6.6; of [[hernia]], Gal.l.c.; of a building, [[collapse]], Agath.1.10: metaph., <b class="b3">κατολισθάνω ἐς πάθος, κατολισθάνω εἰς ἔρωτα</b>, Luc. ''Abd.''28, Alciphr. [[l.c.]]; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.''Fr.''60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.
|btext=[[glisser]], [[se laisser tomber]] ; <i>fig.</i> [[κατολισθάνω εἰς ἔρωτα]] = [[tomber amoureux]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ολισθάνω [[uitglijden]]; overdr. [[terugvallen]]:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.
}}
{{pape
|ptext=([[ὀλισθαίνω]]), <i>[[hinuntergleiten]], [[hineingleiten]], [[verfallen]], [[versinken]]</i>; Strab. IV.204 und andere Spätere, wie Luc. und Ael.; aor. κατόλισθε Ap.Rh. 1.390; κατώλισθον <i>Vetera Lexica</i>; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3.64; Clem.Al.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
|elrutext='''κατολισθάνω:''' досл. [[соскальзывать]], перен. [[впадать]], [[попадать]], [[быть увлеченным]] (ἐς [[πάθος]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κατολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή βυθίζομαι προς τα [[κάτω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κατολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή βυθίζομαι προς τα [[κάτω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατολισθάνω:''' досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς [[πάθος]] Luc.).
|lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] or [[sink]] [[down]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθαίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 κατωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. κατωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., κατολισθάνω ἐς πάθος, κατολισθάνω εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. κατολισθάνω εἰς ἔρωτα = tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.

German (Pape)

(ὀλισθαίνω), hinuntergleiten, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV.204 und andere Spätere, wie Luc. und Ael.; aor. κατόλισθε Ap.Rh. 1.390; κατώλισθον Vetera Lexica; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3.64; Clem.Al.

Russian (Dvoretsky)

κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.

Greek Monotonic

κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or sink down, Luc.