θηροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thirofonos
|Transliteration C=thirofonos
|Beta Code=qhrofo/nos
|Beta Code=qhrofo/nos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Thgn.11</span>, prob. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>320</span>:—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[killing wild beasts]], epith. of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>378</span> (lyr.); of Apollo, <span class="title">AP</span>9.525.9; [[θεός]], i.e. Hadrian, <span class="bibl">Pancrat.<span class="title">Oxy.</span>1085.31</span>; κύνες <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>216</span> (anap.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">θ., τό</b>, v.l. for [[θηλυφόνον]], Dsc.4.76.</span>
|Definition=θηροφόνον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.''Th.''320:—<br><span class="bld">A</span> [[killing wild beasts]], [[epithet]] of Artemis, Thgn. [[l.c.]], Ar. [[l.c.]]; θεά E.''HF''378 (lyr.); of [[Apollo]], ''AP''9.525.9; [[θεός]], i.e. Hadrian, Pancrat.''Oxy.''1085.31; κύνες E.''Hipp.''216 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[θηροφόνον]], τό, [[varia lectio|v.l.]] for [[θηλυφόνον]], Dsc.4.76.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, <b class="b2">Wild tödtend</b>; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, <b class="b2">Wild tödtend</b>; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />[[qui tue les bêtes sauvages]].<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηροφόνος:''' 2, редко 3 убивающий диких животных ([[Ἄρτεμις]] Eur.; κύνες Eur., Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θηροφόνος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, [[ἀκόνιτον]], Διοσκ. 4. 77.
|lstext='''θηροφόνος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, [[ἀκόνιτον]], Διοσκ. 4. 77.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />qui tue les bêtes sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντο</i>-[[φόνος]], <i>φασσο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), [[πρβλ]]. [[λεοντοφόνος]], [[φασσοφόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηροφόνος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.
|lsmtext='''θηροφόνος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηροφόνος:''' 2, редко 3 убивающий диких животных ([[Ἄρτεμις]] Eur.; κύνες Eur., Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-[[φόνος]], ον<br />[[killing]] [[wild]] beasts, Eur.
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-[[φόνος]], ον<br />[[killing]] [[wild]] beasts, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροφόνος Medium diacritics: θηροφόνος Low diacritics: θηροφόνος Capitals: ΘΗΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: thērophónos Transliteration B: thērophonos Transliteration C: thirofonos Beta Code: qhrofo/nos

English (LSJ)

θηροφόνον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.Th.320:—
A killing wild beasts, epithet of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά E.HF378 (lyr.); of Apollo, AP9.525.9; θεός, i.e. Hadrian, Pancrat.Oxy.1085.31; κύνες E.Hipp.216 (anap.).
II θηροφόνον, τό, v.l. for θηλυφόνον, Dsc.4.76.

German (Pape)

[Seite 1210] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

θηροφόνος: 2, редко 3 убивающий диких животных (Ἄρτεμις Eur.; κύνες Eur., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηροφόνος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, ἀκόνιτον, Διοσκ. 4. 77.

Greek Monolingual

θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα
2. επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον
(διάφ. γρ. του θηλυφόνον)
αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντοφόνος, φασσοφόνος.

Greek Monotonic

θηροφόνος: -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.

Middle Liddell

θηρο-φόνος, ον
killing wild beasts, Eur.