μυσταγωγία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mystagogia
|Transliteration C=mystagogia
|Beta Code=mustagwgi/a
|Beta Code=mustagwgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[initiation into the mysteries]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, Vett. Val.<span class="bibl">359.22</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.172d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[mystical doctrine]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.1</span>; ἡ Χαλδαίων μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>131</span>, cf. <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.779</span> S. ([[μυσταγορίας]] codd.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[divine worship]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>58</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[initiation into the mysteries]], Plu.''Alc.''34, Vett. Val.359.22, Jul.''Or.''5.172d.<br><span class="bld">II</span> [[mystical doctrine]], Iamb.''Myst.''1.1; ἡ Χαλδαίων μ. Dam.''Pr.''131, cf. Procl. ''in Prm.''p.779 S. ([[μυσταγορίας]] codd.).<br><span class="bld">III</span> [[divine worship]], Just.''Nov.''58.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστᾰγωγία Medium diacritics: μυσταγωγία Low diacritics: μυσταγωγία Capitals: ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: mystagōgía Transliteration B: mystagōgia Transliteration C: mystagogia Beta Code: mustagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A initiation into the mysteries, Plu.Alc.34, Vett. Val.359.22, Jul.Or.5.172d.
II mystical doctrine, Iamb.Myst.1.1; ἡ Χαλδαίων μ. Dam.Pr.131, cf. Procl. in Prm.p.779 S. (μυσταγορίας codd.).
III divine worship, Just.Nov.58.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, die Einführung in die Mysterien, Plut. Alc. 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
initiation aux mystères.
Étymologie: μυσταγωγός.

Russian (Dvoretsky)

μυστᾰγωγία:посвящение в таинства Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγία: ἡ, μύησις εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. ΙΙ. μύησις εἰς τὰ ἄχραντα μυστήρια, Εὐσέβ. ΙΙ. 65Α, Κύριλλ. Ἱερ. 1076Α· μυσταγωγία τοῦ βαπτίσματος Δίδυμ. Ἀλ. 304Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυσταγωγία) μυσταγωγός
1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση
2. η θυσία του αίματος και του σώματος του Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῖς τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
μτφ. ακρόαμα ή θέαμα που προκαλεί έκσταση και πνευματική ανάταση («η παράσταση ήταν μυσταγωγία»)
αρχ.
1. η μύηση στα αρχαία ή τα χριστιανικά άχραντα μυστήρια
2. η μυστική διδασκαλία
3. η θεία λατρεία.

Greek Monotonic

μυστᾰγωγία: ἡ, εισαγωγή στα μυστήρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μυστᾰγωγία, ἡ,
initiation into the mysteries, Plut.