παρίσωσις: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parisosis
|Transliteration C=parisosis
|Beta Code=pari/swsis
|Beta Code=pari/swsis
|Definition=εως, ἡ, Rhet., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">even balancing of the clauses</b> in a sentence, <span class="bibl">Isoc.12.2</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span> 1410a23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Rh.Al.</span> 1435b39</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.11</span> ; of clauses equal in number of syllables, ib. <span class="bibl">12</span> ; [[assonance]], <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Hermog.</span>1.51</span> R. (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[equalization]], lamb.<span class="title">Myst.</span>1.9.</span>
|Definition=-εως, ἡ, Rhet.,<br><span class="bld">A</span> [[even balancing of the clauses]] in a sentence, Isoc.12.2 (pl.), cf. Arist. ''Rh.'' 1410a23, ''Rh.Al.'' 1435b39, Hermog.''Id.''1.11; of clauses equal in number of syllables, ib. 12; [[assonance]], Syrian. ''in Hermog.''1.51 R. (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[equalization]], lamb.''Myst.''1.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] ἡ, Gleichmachung, bes. in der Rhetorik, = [[παρίσωμα]], B. A. 295, 31 erkl. [[εἶδος]] σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον; vgl. Isocr. 12, 2; Arist. rhet. 3, 9 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 10, 10 Dem. enc. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] ἡ, Gleichmachung, bes. in der Rhetorik, = [[παρίσωμα]], B. A. 295, 31 erkl. [[εἶδος]] σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον; vgl. Isocr. 12, 2; Arist. rhet. 3, 9 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 10, 10 Dem. enc. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />correspondance de sons <i>ou</i> de membres de phrase semblables.<br />'''Étymologie:''' [[παρισόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρίσωσις -εως, ἡ [παρισόω] ret. parisosis:. παρίσωσις δὲ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα parisosis is wanneer de zinsdelen even lang zijn Aristot. Rh. 1410a23.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰρίσωσις:''' εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρίσωσις''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθιστάνειν τὰς προτάσεις περιόδου τινὸς ἢ κώλου παρίσους, Ἰσοκρ. 233Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 28. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορ. Λεξικ. ἐν σ. 295, 31, ἡ [[παρίσωσις]] [[εἶναι]] «[[εἶδος]] σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον».
|lstext='''παρίσωσις''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθιστάνειν τὰς προτάσεις περιόδου τινὸς ἢ κώλου παρίσους, Ἰσοκρ. 233Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 28. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορ. Λεξικ. ἐν σ. 295, 31, ἡ [[παρίσωσις]] [[εἶναι]] «[[εἶδος]] σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />correspondance de sons <i>ou</i> de membres de phrase semblables.<br />'''Étymologie:''' [[παρισόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[παρισώ]]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το Ρητ. Λεξικό) «[[εἶδος]] σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> το να κατασκευάζει [[κανείς]] πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου<br /><b>3.</b> ημιπερίοδοι λόγου ίσες [[κατά]] τον αριθμό τών συλλαβών<br /><b>4.</b> [[συνήχηση]]<br /><b>5.</b> [[εξίσωση]].
|mltxt=ἡ, Α [[παρισώ]]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το Ρητ. Λεξικό) «[[εἶδος]] σχήματος, ὅ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> το να κατασκευάζει [[κανείς]] πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου<br /><b>3.</b> ημιπερίοδοι λόγου ίσες [[κατά]] τον αριθμό τών συλλαβών<br /><b>4.</b> [[συνήχηση]]<br /><b>5.</b> [[εξίσωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρίσωσις:''' ἡ ([[παρισόω]]), [[σχηματισμός]] προτάσεων περιόδου με [[ομοιοκαταληξία]] ή [[ισοδυναμία]] συλλαβών, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''παρίσωσις:''' ἡ ([[παρισόω]]), [[σχηματισμός]] προτάσεων περιόδου με [[ομοιοκαταληξία]] ή [[ισοδυναμία]] συλλαβών, σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρίσωσις -εως, ἡ [παρισόω] ret. parisosis:. παρίσωσις δὲ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα parisosis is wanneer de zinsdelen even lang zijn Aristot. Rh. 1410a23.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰρίσωσις:''' εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρίσωσις]], εως, [[παρισόω]]<br />an [[even]] [[balancing]] of the clauses in a [[sentence]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[παρίσωσις]], εως, [[παρισόω]]<br />an [[even]] [[balancing]] of the clauses in a [[sentence]], Isocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐσωσις Medium diacritics: παρίσωσις Low diacritics: παρίσωσις Capitals: ΠΑΡΙΣΩΣΙΣ
Transliteration A: parísōsis Transliteration B: parisōsis Transliteration C: parisosis Beta Code: pari/swsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, Rhet.,
A even balancing of the clauses in a sentence, Isoc.12.2 (pl.), cf. Arist. Rh. 1410a23, Rh.Al. 1435b39, Hermog.Id.1.11; of clauses equal in number of syllables, ib. 12; assonance, Syrian. in Hermog.1.51 R. (pl.).
II equalization, lamb.Myst.1.9.

German (Pape)

[Seite 524] ἡ, Gleichmachung, bes. in der Rhetorik, = παρίσωμα, B. A. 295, 31 erkl. εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον; vgl. Isocr. 12, 2; Arist. rhet. 3, 9 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 10, 10 Dem. enc. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
correspondance de sons ou de membres de phrase semblables.
Étymologie: παρισόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρίσωσις -εως, ἡ [παρισόω] ret. parisosis:. παρίσωσις δὲ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα parisosis is wanneer de zinsdelen even lang zijn Aristot. Rh. 1410a23.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρίσωσις: εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσωσις: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθιστάνειν τὰς προτάσεις περιόδου τινὸς ἢ κώλου παρίσους, Ἰσοκρ. 233Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 28. ― Κατὰ τὸ Ρητορ. Λεξικ. ἐν σ. 295, 31, ἡ παρίσωσις εἶναι «εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον».

Greek Monolingual

ἡ, Α παρισώ
1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»
2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου
3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών
4. συνήχηση
5. εξίσωση.

Greek Monotonic

παρίσωσις: ἡ (παρισόω), σχηματισμός προτάσεων περιόδου με ομοιοκαταληξία ή ισοδυναμία συλλαβών, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

παρίσωσις, εως, παρισόω
an even balancing of the clauses in a sentence, Isocr.