μίνυνθα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=minyntha | |Transliteration C=minyntha | ||
|Beta Code=mi/nunqa | |Beta Code=mi/nunqa | ||
|Definition=[ῐ], Adv. | |Definition=[ῐ], Adv. [[a short time]], in Hom. mostly in phrase, μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416, Od.22.473; <b class="b3">μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή</b> but [[short-lived]] was his effort, Il.4.466; οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494; μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7; μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151; τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ([[μινύς]]), ein wenig, oft bei Hom.; [[μίνυνθα]] δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι [[μάλα]] δήν, Od. 22, 473, öfter; [[καδδραθέτην]] οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ [[μίνυνθα]], 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ([[μινύς]]), ein wenig, oft bei Hom.; [[μίνυνθα]] δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι [[μάλα]] δήν, Od. 22, 473, öfter; [[καδδραθέτην]] οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ [[μίνυνθα]], 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[peu]] <i>ou</i> un peu;<br /><b>2</b> [[pour peu de temps]].<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίνυνθᾰ:''' (ῐ) adv. немного, недолго, ненадолго: μ. [[χάζετο]] [[δουρός]] Hom. (Гектор) редко расставался с копьем; μ. περ [[οὔτι]] [[μάλα]] [[δήν]] Hom. но немного, совсем недолго. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίνυνθᾰ''': [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, | |lstext='''μίνυνθᾰ''': [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, συχν. παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] ἔχει αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρόνου, καὶ [[μάλιστα]] ἐν τῇ φράσει, μίνυνθά περ, [[οὔτι]] [[μάλα]] δήν, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, [[οὐκέτι]] [[σφόδρα]] ἐπὶ πολύν, Ἰλ. Α. 416, Ὀδ. Χ. 473· [[μίνυνθα]] δέ οἱ γένεθ’ [[ὁρμή]], ἐπ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ [[προσπάθεια]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Δ. 466· οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Ὀδ. Ο. 494· [[μίνυνθα]] δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα Βακχυλ. V, 151, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Kenyon. - Λέξις [[κυρίως]] Ἐπική: λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] αἰτ. ἀρχαίου οὐσιαστικοῦ μίνυνς. - (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μίνυνθᾰ:''' [ῐ], επίρρ., λίγο, [[πολύ]] λίγο, σε Όμηρ.· λέγεται για χρόνο, σε λίγο, στον ίδ.· [[μίνυνθα]] δέ οἱ γένεθ' [[ὁρμή]], [[αλλά]] η προσπάθειά του υπήρξε βραχύβια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μίνυνθᾰ:''' [ῐ], επίρρ., λίγο, [[πολύ]] λίγο, σε Όμηρ.· λέγεται για χρόνο, σε λίγο, στον ίδ.· [[μίνυνθα]] δέ οἱ γένεθ' [[ὁρμή]], [[αλλά]] η προσπάθειά του υπήρξε βραχύβια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from μῐνῠ́θω]<br />a [[little]], [[very]] [[little]], Hom.; of [[ | |mdlsjtxt=[from μῐνῠ́θω]<br />a [[little]], [[very]] [[little]], Hom.; of [[time]], a [[short]] [[time]], Hom.; [[μίνυνθα]] δέ οἱ γένεθ' [[ὁρμή]] but shortlived was his [[effort]], Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], Adv. a short time, in Hom. mostly in phrase, μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416, Od.22.473; μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but short-lived was his effort, Il.4.466; οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494; μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7; μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151; τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060.
German (Pape)
[Seite 188] (μινύς), ein wenig, oft bei Hom.; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι μάλα δήν, Od. 22, 473, öfter; καδδραθέτην οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα, 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 peu ou un peu;
2 pour peu de temps.
Étymologie: μινύθω.
Russian (Dvoretsky)
μίνυνθᾰ: (ῐ) adv. немного, недолго, ненадолго: μ. χάζετο δουρός Hom. (Гектор) редко расставался с копьем; μ. περ οὔτι μάλα δήν Hom. но немного, совсем недолго.
Greek (Liddell-Scott)
μίνυνθᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ἔχει αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρόνου, καὶ μάλιστα ἐν τῇ φράσει, μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, οὐκέτι σφόδρα ἐπὶ πολύν, Ἰλ. Α. 416, Ὀδ. Χ. 473· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ’ ὁρμή, ἐπ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ προσπάθεια αὐτοῦ, Ἰλ. Δ. 466· οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Ὀδ. Ο. 494· μίνυνθα δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα Βακχυλ. V, 151, ἔνθα ἴδε σημ. Kenyon. - Λέξις κυρίως Ἐπική: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι αἰτ. ἀρχαίου οὐσιαστικοῦ μίνυνς. - (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μίνυνθα (Α)
επίρρ.
1. σε μικρή ποσότητα
2. για λίγο χρόνο («μίνυνθα δὲ γίγνεται ἥβης καρπός», Μίμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» + κατάλ. -θα (πρβλ. δηθά). Το -ν- του μίνυ-ν-θα οφείλεται σε μετρικούς λόγους (βλ. μινύθω)].
Greek Monotonic
μίνυνθᾰ: [ῐ], επίρρ., λίγο, πολύ λίγο, σε Όμηρ.· λέγεται για χρόνο, σε λίγο, στον ίδ.· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή, αλλά η προσπάθειά του υπήρξε βραχύβια, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[from μῐνῠ́θω]
a little, very little, Hom.; of time, a short time, Hom.; μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but shortlived was his effort, Hom.