τρίσμακαρ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trismakar
|Transliteration C=trismakar
|Beta Code=tri/smakar
|Beta Code=tri/smakar
|Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthd. for <b class="b3">μάκαρ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-blest</b>, <span class="bibl">Od.6.154</span>, <span class="bibl">155</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1332</span>, <span class="title">AP</span>5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form <b class="b3">τρὶς μάκαρ</b> is supported by the phrase <b class="b3">τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις</b> in <span class="bibl">Od.5.306</span> (<b class="b3">τρισμάκαρες</b> codd.), cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>81.7</span> and <b class="b3">τρισμακάριστος</b>.</span>
|Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for [[μάκαρ]], [[thrice-blessed]], Od.6.154, 155, Ar.''Pax''1332, ''AP''5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form <b class="b3">τρὶς μάκαρ</b> is supported by the phrase <b class="b3">τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις</b> in Od.5.306 ([[τρισμάκαρες]] codd.), cf. Hes.''Fr.''81.7 and [[τρισμακάριστος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»].
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.
|elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,<br />[[thrice]]-blest, Od., Ar., etc.
|mdlsjtxt=τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,<br />[[thrice]]-blessed, Od., Ar., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσμᾰκαρ Medium diacritics: τρίσμακαρ Low diacritics: τρίσμακαρ Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡ
Transliteration A: trísmakar Transliteration B: trismakar Transliteration C: trismakar Beta Code: tri/smakar

English (LSJ)

ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for μάκαρ, thrice-blessed, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.

German (Pape)

[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.

French (Bailly abrégé)

αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.

Greek Monolingual

-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].

Greek Monotonic

τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.

Russian (Dvoretsky)

τρίσμᾰκᾰρ: ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth.

Middle Liddell

τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,
thrice-blessed, Od., Ar., etc.