ὁμογάλακτες: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omogalaktes
|Transliteration C=omogalaktes
|Beta Code=o(moga/laktes
|Beta Code=o(moga/laktes
|Definition=[γᾰ], οἱ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">persons suckled with the same milk, foster-brothers</b> or <b class="b2">sisters :</b> hence, like [[γεννῆται]], <b class="b2">clansmen, tribesmen</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1252b18</span>, <span class="bibl">Philoch.91</span> : nom. sg. <b class="b3">ὁμογάλακτος</b> in <span class="bibl">Longus 4.9</span>. (Spelt <b class="b3">ὁμογάλακες</b> in Philoch. ap. Sch.Patm.D. in<span class="title">BCH</span>1.152, perh. rightly, cf. [[γάλα]].) </span>
|Definition=[γᾰ], οἱ, [[persons suckled with the same milk]], [[foster-brothers]] or sisters: hence, like [[γεννῆται]], [[clansmen]], [[tribesmen]], Arist.''Pol.''1252b18, Philoch.91: nom. sg. [[ὁμογάλακτος]] in Longus 4.9. (Spelt [[ὁμογάλακες]] in Philoch. ap. Sch.Patm.D. in''BCH''1.152, perhaps rightly, cf. [[γάλα]].)  
}}
{{bailly
|btext=ων (οἱ) :<br />parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμογάλακτες:''' ων (γᾰ) οἱ вскормленные одним и тем же молоком, т. е. родичи Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμογάλακτες''': οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ [[γάλα]]· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
|lstext='''ὁμογάλακτες''': οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ [[γάλα]]· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμογάλακτες]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άτομα που έχουν ανατραφεί [[μαζί]], που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] εξ αίματος αδέλφια<br /><b>2.</b> άτομα που κατάγονταν από την [[ίδια]] [[οικογένεια]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. <i>ομογάλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]]), [[πρβλ]]. [[νεογάλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμογάλακτες:''' οἱ ([[γάλα]]), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την [[ίδια]] [[οικογένεια]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γάλα]]<br />persons suckled with the [[same]] [[milk]], [[foster]]-brothers or sisters, clansmen, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάλακτες Medium diacritics: ὁμογάλακτες Low diacritics: ομογάλακτες Capitals: ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΕΣ
Transliteration A: homogálaktes Transliteration B: homogalaktes Transliteration C: omogalaktes Beta Code: o(moga/laktes

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ, persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters: hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91: nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perhaps rightly, cf. γάλα.)

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάλακτες: ων (γᾰ) οἱ вскормленные одним и тем же молоком, т. е. родичи Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

Greek Monolingual

ὁμογάλακτες, οἱ (Α)
1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια
2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. ομογάλαξ < ομ(ο)- + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεογάλαξ.

Greek Monotonic

ὁμογάλακτες: οἱ (γάλα), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια, σε Αριστ.

Middle Liddell

γάλα
persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.