ὀλοθρεύω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olothreyo
|Transliteration C=olothreyo
|Beta Code=o)loqreu/w
|Beta Code=o)loqreu/w
|Definition=[[destroy]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ὀλεθρεύω]] in <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>12.23</span>,al., <span class="bibl">Ph.1.73</span> (citing <span class="title">Ex.</span>l.c.), <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.28</span>; cf. [[ἐξολοθρεύω]]:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, [[destroyer]], I<span class="title">Ep.Cor.</span>10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on [[λοιγίστρια]], Hsch. :
|Definition=[[destroy]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ὀλεθρεύω]] in [[LXX]] ''Ex.''12.23,al., Ph.1.73 (citing ''Ex.''l.c.), ''Ep.Hebr.''11.28; cf. [[ἐξολοθρεύω]]:—hence [[ὀλοθρευτής]], οῦ, ὁ, [[destroyer]], I''Ep.Cor.''10.10:—fem. [[ὀλοθρεύτρια]], ''Glossaria'' on [[λοιγίστρια]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοθρεύω Medium diacritics: ὀλοθρεύω Low diacritics: ολοθρεύω Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΩ
Transliteration A: olothreúō Transliteration B: olothreuō Transliteration C: olothreyo Beta Code: o)loqreu/w

English (LSJ)

destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10:—fem. ὀλοθρεύτρια, Glossaria on λοιγίστρια, Hsch.:

German (Pape)

[Seite 325] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.

English (Strong)

from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.

Greek Monolingual

ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].

Greek Monotonic

ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

ὀλοθρεύω,
to destroy utterly, NTest. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף‎) G5221
字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 毀滅者(1) 來11:28

Mantoulidis Etymological

(=καταστρέφω). Ἀπό τό ὄλεθρος τοῦ ὄλλυμι.
Παράγωγα: ὀλόθρευσις, ἐξολόθρευσις, ὀλοθρευτής, ὀλοθρεύτρια, ὀλοθρευτικός, ἐξολοθρευτικός, ἐξολόθρευμα καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ὄλλυμι.