δευτέριος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=defterios | |Transliteration C=defterios | ||
|Beta Code=deute/rios | |Beta Code=deute/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of inferior quality]], [[οἶνος]] Nicoph.20 codd.; cf. [[δευτερίας]].<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ δ.</b> or τὰ δ. [[afterbirth]], Aq.''De.''28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75.<br><span class="bld">3</span> = [[χόριον]], Steph.''in Hp.''2.463 D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[secundario]], [[de repuesto]] ἀνέβη ἐπὶ τὸ [[ἅρμα]] τὸ δευτέριον αὐτοῦ [[LXX]] 1<i>Es</i>.1.29, ref. a rejas de arado <i>SB</i> 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[de segunda calidad]], [[de calidad inferior]] δ. οἶνος aguapié</i>, vino de la segunda pisada</i> Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. [[πρώτειος]] <i>PNess</i>.87.3 (VII d.C.), [[γάρος]] op. [[πρώτειος]] <i>PNess</i>.87.5 (VII d.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> medic. [[secundinas]] Aq.<i>De</i>.28.57.<br /><b class="num">2</b> econ., n. de un [[impuesto]], <i>SB</i> 7756.17 (IV d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευτέριος''': -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, [[κατώτερος]], [[οἶνος]] Νικοφ. Χειρ. 6 ([[ἔνθα]] ὁ Λ. Δινδ. [[δευτερίας]]). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. [[χόριον]]. | |lstext='''δευτέριος''': -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, [[κατώτερος]], [[οἶνος]] Νικοφ. Χειρ. 6 ([[ἔνθα]] ὁ Λ. Δινδ. [[δευτερίας]]). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. [[χόριον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δευτέριος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>το δευτέριον</i>, <i>τα δευτέρια</i><br />το ύστερο της [[γέννας]], το δερματώδες [[περίβλημα]] του εμβρύου που εξέρχεται [[μετά]] τον τοκετό. | |mltxt=[[δευτέριος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>το δευτέριον</i>, <i>τα δευτέρια</i><br />το ύστερο της [[γέννας]], το δερματώδες [[περίβλημα]] του εμβρύου που εξέρχεται [[μετά]] τον τοκετό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A of inferior quality, οἶνος Nicoph.20 codd.; cf. δευτερίας.
2 τὸ δ. or τὰ δ. afterbirth, Aq.De.28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75.
3 = χόριον, Steph.in Hp.2.463 D.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1secundario, de repuesto ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ LXX 1Es.1.29, ref. a rejas de arado SB 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).
2 de segunda calidad, de calidad inferior δ. οἶνος aguapié, vino de la segunda pisada Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. πρώτειος PNess.87.3 (VII d.C.), γάρος op. πρώτειος PNess.87.5 (VII d.C.).
II subst. τὸ δ.
1 medic. secundinas Aq.De.28.57.
2 econ., n. de un impuesto, SB 7756.17 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 553] zum Zweiten gehörig, von zweiter Qualität, Sp. Auch = vor., Nicoph. B. A. 89; – τὸ δ. u. τὰ δ., die Nachgeburt, Madic.
Greek (Liddell-Scott)
δευτέριος: -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, κατώτερος, οἶνος Νικοφ. Χειρ. 6 (ἔνθα ὁ Λ. Δινδ. δευτερίας). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. χόριον.
Greek Monolingual
δευτέριος, -α, -ον (AM)
1. δεύτερης ποιότητας
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το δευτέριον, τα δευτέρια
το ύστερο της γέννας, το δερματώδες περίβλημα του εμβρύου που εξέρχεται μετά τον τοκετό.