ὠμόφρων: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofron | |Transliteration C=omofron | ||
|Beta Code=w)mo/frwn | |Beta Code=w)mo/frwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, ([[φρήν]]) [[savage-minded]], λύκος A.''Ch.''421 (lyr.); of persons, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''930 (lyr.), ''Tr.''975 (anap.), ''Ph.''194 (anap.), E.''El.'' 27, [[LXX]] ''4 Ma.''9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.''Th.''730 (lyr.). Adv. [[ὠμοφρόνως]] Id.''Pers.''911 (anap.), cj. in J.''Vit.''35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />[[au cœur dur]], [[cruel]], [[inhumain]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[φρήν]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ονος, <i>[[rohes]], [[hartes]] [[Sinnes]], [[grausam]]</i>; Aesch. [[σίδαρος]] <i>Spt</i>. 712, [[λύκος]] <i>Ch</i>. 415; Soph. <i>Phil</i>. 194, <i>Aj</i>. 912; Eur. <i>Phoen</i>. 662, <i>El</i>. 1260; sp.D., [[κένταυρος]] Lycophr. 1203. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμόφρων:''' 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый ([[λύκος]], [[σίδαρος]] Aesch.; [[πατήρ]] Soph.; [[μήτηρ]] = [[Κλυταιμνήστρα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911. | |lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), | |mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.
German (Pape)
ονος, rohes, hartes Sinnes, grausam; Aesch. σίδαρος Spt. 712, λύκος Ch. 415; Soph. Phil. 194, Aj. 912; Eur. Phoen. 662, El. 1260; sp.D., κένταυρος Lycophr. 1203.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόφρων: 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый (λύκος, σίδαρος Aesch.; πατήρ Soph.; μήτηρ = Κλυταιμνήστρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σκληρό φρόνημα, σκληρός, βίαιος, ωμός, σε Τραγ.· επίρρ. ὠμοφρόνως, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
savage-minded, savage, Trag. adv. ὠμοφρόνως, Aesch.