ἐξανάγω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanago
|Transliteration C=eksanago
|Beta Code=e)cana/gw
|Beta Code=e)cana/gw
|Definition=<b class="b3">[ᾰγ</b>], [[bring out of]] or [[bring up from]], ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν <span class="bibl">E. <span class="title">Heracl.</span>218</span>:—Pass., [[put out to sea]], [[set sail]], of persons, <span class="bibl">Hdt.6.98</span>, al., <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>571</span>, <span class="bibl">Th.2.25</span>, etc.; of ships, <span class="bibl">Hdt.7.194</span>: metaph., τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα <span class="bibl">Ph.1.517</span>.
|Definition=[ᾰγ], [[bring out of]] or [[bring up from]], ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν E. ''Heracl.''218:—Pass., [[put out to sea]], [[set sail]], of persons, Hdt.6.98, al., S.''Ph.''571, Th.2.25, etc.; of ships, Hdt.7.194: metaph., τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα Ph.1.517.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάγω Medium diacritics: ἐξανάγω Low diacritics: εξανάγω Capitals: ΕΞΑΝΑΓΩ
Transliteration A: exanágō Transliteration B: exanagō Transliteration C: eksanago Beta Code: e)cana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], bring out of or bring up from, ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν E. Heracl.218:—Pass., put out to sea, set sail, of persons, Hdt.6.98, al., S.Ph.571, Th.2.25, etc.; of ships, Hdt.7.194: metaph., τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα Ph.1.517.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰνάγω)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 tr. sacar, conducir fuera de c. ac. de pers. y gen. de lugar ᾍδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν E.Heracl.218, abs. πῇ πλόος ἐξανάγει Πελοπηίδα γαῖαν ἱκέσθαι por dónde la navegación nos va a sacar para llegar a la tierra de Pélope A.R.4.1570, cf. s. cont. S.Fr.157a
fig. en v. pas. ser llevado lejos de, c. gen. de abstr. ser apartado de τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα Ph.1.517.
2 intr., en v. med.-pas., náut. zarpar, hacerse a la mar, ir mar adentro, alejarse las naves de la costa Ἀμεινίης δὲ ... ἐξαναχθεὶς νηὶ ἐμβάλλει Hdt.8.84, (νέες) ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῖσαι Hdt.7.194, ἡνίκ' ἐξανηγόμην ἐγώ S.Ph.571, ἐξανάγονται ἐκλείποντες Φειάν Th.2.25, ἐξορμίζεται καὶ ἐξανάγεται Ph.1.670, ἔπειτα νυκτὸς ἐξανήχθη D.C.41.12.3, cf. Epit.8.12.5, c. compl. o adv. de lugar τὸ ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀσίης στράτευμα ἐξαναχθέν Hdt.7.184, ἐκ τῆς Μεσσήνης ἐξαναχθείς D.C.49.17.1, ἐντεῦθεν ἐξαναχθέντα Hdt.6.98.
3 sent. dud., quizá gobernar, disponer sobre ὁ ἐξανάγων τοῦ Ἅδου τὰς πύλας IK 135.20 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 868] (s. ἄγω), heraus- u. herausführen; Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν Eur. Heracl. 219, aus dem Hades auf die Oberwelt herauf, – Med., von einem Orte aus auf die hohe See hinausfahren, absegeln, Soph. Phil. 567; ἐνθεῦτεν ἐξαναχθέντα Her. 6, 98; αἱ νῆες ἐξανάγονται Thuc. 2, 25. 8, 16; Sp.; übertr. τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα, aufbrechen, Her. 7, 184.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἐξανήγαγον, ao. Pass. ἐξανήχθην;
faire remonter;
Moy. ἐξανάγομαι gagner le large.
Étymologie: ἐξ, ἀνάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάγω: (aor. 2 ἐξανήγαγον; aor. pass. ἐξανήχθην)
1 выводить (наверх) (τινὰ Ἃιδου μυχῶν Eur.);
2 med.-pass. отправляться (морем), отплывать (αἱ νῆες ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν Thuc.; τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάγω: μέλλ. -άξω, ἐξάγωἀναβιβάζω ἔκ τινος τόπου, ᾍδου τ’ ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σὸν Εὐρ. Ἡρακλ. 218. ― Παθ., ἐκπλέω, ἐπὶ προσώπων, ἐντεῦθεν ἐξαναχθέντα Ἡρόδ. 6. 98, κ. ἀλλ., Σοφ. Φιλ. 571, Θουκ. 2. 25, κτλ.· ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 7. 194.

Greek Monolingual

ἐξανάγω) ανάγω
ναυτ.
1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά
2. παθ. εξανάγομαι
αποπλέω, βγαίνω στ' ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ.
β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῖσαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. οδηγώ, ανεβάζω, βγάζω κάποιον προς τα πάνω («Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν», Ευρ.)
2. μτφ. μέσ. απομακρύνομαι («τῆς τῶν... σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα», Φίλ.).

Greek Monotonic

ἐξανάγω: μέλ. -άξω, βγάζω έξω ή αναβιβάζω από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη θάλασσα, εκπλέω, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. άξω
to bring out of or up from, c.gen., Eur.:—Pass. to put out to sea, set sail, Hdt., etc.