νεοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopagis
|Transliteration C=neopagis
|Beta Code=neopagh/s
|Beta Code=neopagh/s
|Definition=ές, ([[πήγνυμι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[newly fixed]]: [[lately]] [[become]] [[solid]], [[ἰλύς]] Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, <span class="bibl">Aët.9.36</span>; [[τυρός]] Gal.6.768; [[σύστασις]] <span class="bibl">Sor.1.46</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[newly built]], [[τεῖχος]] <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.20</span>.</span>
|Definition=νεοπαγές, ([[πήγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[newly fixed]]: [[lately]] [[become]] [[solid]], [[ἰλύς]] Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; [[τυρός]] Gal.6.768; [[σύστασις]] Sor.1.46.<br><span class="bld">2</span> [[newly built]], [[τεῖχος]] J.''BJ''3.7.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nouvellement figé, de consistance toute récente.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />[[nouvellement figé]], [[de consistance toute récente]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοπᾰγής:''' [[недавно затвердевший]] ([[ἰλύς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[μεσοπαγής]]].
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''νεοπᾰγής:''' [[недавно затвердевший]] ([[ἰλύς]] Plut.).
|mantxt=(=[[νεόχτιστος]]). Ἀπό τό [[νέος]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰγής Medium diacritics: νεοπαγής Low diacritics: νεοπαγής Capitals: ΝΕΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: neopagḗs Transliteration B: neopagēs Transliteration C: neopagis Beta Code: neopagh/s

English (LSJ)

νεοπαγές, (πήγνυμι)
A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46.
2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.

German (Pape)

[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσοπαγής].

Mantoulidis Etymological

(=νεόχτιστος). Ἀπό τό νέος + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ναῦς.