συμπαρομαρτῶ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=συμπαρομαρτῶ |Medium diacritics=συμπαρομαρτῶ |Low diacritics=συμπαρομαρτώ |Capitals=ΣΥΜΠΑΡΟΜΑΡΤΩ |Tra...")
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparomarto
|Transliteration C=symparomarto
|Beta Code=sumparomartw=
|Beta Code=sumparomartw=
|Definition=[[συμπαρομαρτέω]] <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συμπαρέπομαι]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.24</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Ill.</span>27</span>; of things, <b class="b2">accompany</b>, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.17</span>; φόβος σ. τινί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>8.7.7</span>; ὀσμαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>4.21</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.1</span>; of symptoms, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.1</span>, <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.237D.</span></span>
|Definition=[[συμπαρομαρτέω]] = [[συμπαρέπομαι]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.24, App.''Ill.''27; of things, [[accompany]], σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.''Smp.''4.17; φόβος σ. τινί Id.''Cyr.''8.7.7; ὀσμαί Id.''Oec.''4.21, Ael.''VH''3.1; of symptoms, Aret.''SD''2.1, Steph.''in Gal.''1.237D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] = [[συμπαρέπομαι]]; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] = [[συμπαρέπομαι]]; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
|lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συμπαρομαρτῶ]], [[συμπαρομαρτέω]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυμπαρομαρτῶ]] Α<br />[[συνοδεύω]], [[συνακολουθώ]], [[είμαι]] επακόλουθο, [[είμαι]] [[συνέπεια]] (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ [[ὄγκος]]», Αρετ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα συμπαρομαρτούντα</i><br />τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρομαρτῶ]] «[[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]]»].
|mltxt=[[συμπαρομαρτῶ]], [[συμπαρομαρτέω]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυμπαρομαρτῶ]] Α<br />[[συνοδεύω]], [[συνακολουθώ]], [[είμαι]] επακόλουθο, [[είμαι]] [[συνέπεια]] (α. «συμπαρομαρτοῦν
τος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ [[ὄγκος]]», Αρετ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα συμπαρομαρτούντα</i><br />τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρομαρτῶ]] «[[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρομαρτέω:''' сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.]
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[συνοδεύω]]). Σύνθετο ἀπό τίς προθέσεις σύν + [[παρά]] καί τό [[ρῆμα]] ὁμαρτῶ (=[[συνοδεύω]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρομαρτῶ Medium diacritics: συμπαρομαρτῶ Low diacritics: συμπαρομαρτώ Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΜΑΡΤΩ
Transliteration A: symparomartō̂ Transliteration B: symparomartō Transliteration C: symparomarto Beta Code: sumparomartw=

English (LSJ)

συμπαρομαρτέω = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.

German (Pape)

[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρομαρτέω: сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.

Greek Monolingual

συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτέω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α
συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῦν τος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», Ξεν.
β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.)
νεοελλ.
(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα συμπαρομαρτούντα
τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρομαρτῶ «ακολουθώ, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρομαρτέω: μέλ. -ήσω, = συμπαρέπομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.]

Mantoulidis Etymological

(=συνοδεύω). Σύνθετο ἀπό τίς προθέσεις σύν + παρά καί τό ρῆμα ὁμαρτῶ (=συνοδεύω).