ἐπιτροχάδην: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitrochadin
|Transliteration C=epitrochadin
|Beta Code=e)pitroxa/dhn
|Beta Code=e)pitroxa/dhn
|Definition=[ᾰ], Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trippingly, fluently, glibly</b>: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν <span class="bibl">Il.3.213</span>, <span class="bibl">Od.18.26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cursorily</b>, D.H. <span class="title">Amm.</span>2.2, <span class="bibl">Man.1.11</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], Adv.<br><span class="bld">A</span> [[trippingly]], [[fluently]], [[glibly]]: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26.<br><span class="bld">II</span> [[cursorily]], D.H. ''Amm.''2.2, Man.1.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courant ; rapidement, brièvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροχος]], -δην.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτροχάδην:''' (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
}}
{{Autenrieth
|auten=glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτροχάδην]]) [[τροχάδην]]<br /><b>επίρρ.</b> βιαστικά, [[χωρίς]] πολλή [[προσοχή]], [[σύντομα]], με [[σπουδή]], στα πεταχτά (α. «[[επιτροχάδην]] [[ερμηνεία]]» — [[ερμηνεία]] βιαστική, [[χωρίς]] να προηγηθεί [[λεπτομερής]] γλωσσική [[επεξεργασία]]<br />β. «διάβασα το [[έγγραφο]] [[επιτροχάδην]]» γ. «[[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτροχάδην:''' [ᾰ], ([[ἐπιτρέχω]]), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, [[αβίαστα]], εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροχάδην Medium diacritics: ἐπιτροχάδην Low diacritics: επιτροχάδην Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: epitrochádēn Transliteration B: epitrochadēn Transliteration C: epitrochadin Beta Code: e)pitroxa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.
A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26.
II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροχάδην: (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.

English (Autenrieth)

glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.

Greek Monolingual

(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιτροχάδην: [ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα, εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.