ἡνιοχεία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iniocheia
|Transliteration C=iniocheia
|Beta Code=h(nioxei/a
|Beta Code=h(nioxei/a
|Definition=(<b class="b3">-ία</b> v.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>123d</span>), ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chariot-driving</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span> 516e</span>, al.: pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>795a</span>; ἡ. ἁρμάτων <span class="bibl">Hdn.1.13.8</span>: generally, <b class="b2">conduct, management</b>, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.</span>
|Definition=([[ἡνιοχία]] [[varia lectio|v.l.]] in Pl.''Thg.''123d), ἡ, [[chariot-driving]], Id.''Grg.'' 516e, al.: pl., Id.''Lg.''795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, [[conduct]], [[management]], τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[искусство управления вожжами]] (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[управление]] (τῆς μηχανῆς Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἡνιοχεία''': ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - [[καθόλου]], [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἡνιοχεία]]) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> το [[έργο]] του ηνιόχου, το να οδηγεί [[κάποιος]] [[άρμα]] με [[ηνία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διαχείριση]], [[χειρισμός]] («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς [[ἡνιοχεία]] καὶ [[κυβέρνησις]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχεία:''' ἡ ([[ἡνιοχέω]]), [[οδήγηση]] του άρματος, το [[έργο]] του ηνίοχου, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεία]], ἡ, [[ἡνιοχέω]]<br />[[chariot]]-[[driving]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεία Medium diacritics: ἡνιοχεία Low diacritics: ηνιοχεία Capitals: ΗΝΙΟΧΕΙΑ
Transliteration A: hēniocheía Transliteration B: hēniocheia Transliteration C: iniocheia Beta Code: h(nioxei/a

English (LSJ)

(ἡνιοχία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ, chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεία: ἡ тж. pl.
1 искусство управления вожжами (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;
2 управление (τῆς μηχανῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.

Greek Monolingual

η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἡνιοχεία: ἡ (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡνιοχεία, ἡ, ἡνιοχέω
chariot-driving, Plat.