πεδιάσιος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pediasios | |Transliteration C=pediasios | ||
|Beta Code=pedia/sios | |Beta Code=pedia/sios | ||
|Definition= | |Definition=πεδιάσιον, [[of the plain]], σμύρνα Dsc.1.64 ([[varia lectio|v.l.]] [[πεδάσιμος]]) <b class="b3">; οἱ π.</b> [[dwellers in the plain]], Str.15.1.58; = [[πεδιεῖς]], Phot., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[πάραλοι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0541.png Seite 541]] = [[πεδιαῖος]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0541.png Seite 541]] = [[πεδιαῖος]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[de plaine]].<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδιάσιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ τῆς πεδιάδος, [[πεδινός]], Στράβ. 712· πρβλ. [[πεδιακός]]· - [[ὡσαύτως]], πεδιάσιμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρεινός]], Βασίλ. τ.2, σ. 40. κλ. | |lstext='''πεδιάσιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ τῆς πεδιάδος, [[πεδινός]], Στράβ. 712· πρβλ. [[πεδιακός]]· - [[ὡσαύτως]], πεδιάσιμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρεινός]], Βασίλ. τ.2, σ. 40. κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]], ο [[πεδινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πεδιάσιοι</i><br />οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] πιθ. [[κατά]] τα τοπωνύμια σε -[[άσιος]] (<b>πρβλ.</b> [[Φλειάσιος]] | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]], ο [[πεδινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πεδιάσιοι</i><br />οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] πιθ. [[κατά]] τα τοπωνύμια σε -[[άσιος]] (<b>πρβλ.</b> [[Φλειάσιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πεδιάσιον, of the plain, σμύρνα Dsc.1.64 (v.l. πεδάσιμος) ; οἱ π. dwellers in the plain, Str.15.1.58; = πεδιεῖς, Phot., Suid. s.v. πάραλοι.
German (Pape)
[Seite 541] = πεδιαῖος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de plaine.
Étymologie: πεδίον.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιάσιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ τῆς πεδιάδος, πεδινός, Στράβ. 712· πρβλ. πεδιακός· - ὡσαύτως, πεδιάσιμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρεινός, Βασίλ. τ.2, σ. 40. κλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι
οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε -άσιος (πρβλ. Φλειάσιος].
Greek Monotonic
πεδιάσιος: -ον (πεδίον), αυτός που ανήκει στην πεδιάδα, σε Στράβ.