σπουδαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoudastikos
|Transliteration C=spoudastikos
|Beta Code=spoudastiko/s
|Beta Code=spoudastiko/s
|Definition=ή, όν, [[zealous]], [[earnest]], opp. [[φιλοπαίσμων]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>452e</span>; σπουδαστικώτεροι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1391a25</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.
|Definition=σπουδαστική, σπουδαστικόν, [[zealous]], [[earnest]], opp. [[φιλοπαίσμων]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 452e; σπουδαστικώτεροι Arist.''Rh.''1391a25. Adv. [[σπουδαστικῶς]], ἔχειν Plu.2.613a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] eifrig, ernsthaft; Ggstz [[φιλοπαίσμων]], Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] eifrig, ernsthaft; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[φιλοπαίσμων]], Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] [[serieus]], [[ernstig]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαστικός:''' [[серьезный]], [[основательный]] Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, [[πρόθυμος]], [[σοβαρός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σπουδαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, [[πρόθυμος]], [[σοβαρός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαστικός:''' [[серьезный]], [[основательный]] Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπουδαστικός]], ή, όν [from [[σπουδαστής]]<br />[[zealous]], [[earnest]], [[serious]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σπουδαστικός]], ή, όν [from [[σπουδαστής]]<br />[[zealous]], [[earnest]], [[serious]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστικός Medium diacritics: σπουδαστικός Low diacritics: σπουδαστικός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spoudastikós Transliteration B: spoudastikos Transliteration C: spoudastikos Beta Code: spoudastiko/s

English (LSJ)

σπουδαστική, σπουδαστικόν, zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R. 452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. σπουδαστικῶς, ἔχειν Plu.2.613a.

German (Pape)

[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Gegensatz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστικός: серьезный, основательный Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.

Greek Monotonic

σπουδαστικός: -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, πρόθυμος, σοβαρός, επιμελής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σπουδαστικός, ή, όν [from σπουδαστής
zealous, earnest, serious, Plat.