εὐκαθαίρετος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkathairetos | |Transliteration C=efkathairetos | ||
|Beta Code=eu)kaqai/retos | |Beta Code=eu)kaqai/retos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκαθαίρετον, [[easy to conquer]], Th.7.18 (Comp.); [[easily exhausted]], δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; [[unstable]], [[τύχη]], [[πρᾶγμα]], Vett.Val.175.30,212.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκαθαίρετον, easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαθαίρετος: легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.
Greek Monolingual
εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].
Greek Monotonic
εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὐ-καθαίρετος, ον
easy to conquer, Thuc.