ἱμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imaios
|Transliteration C=imaios
|Beta Code=i(mai=os
|Beta Code=i(mai=os
|Definition=[<b class="b3">ῐ], α, ον,</b> (ἱμάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for drawing water]], [[ἱμαῖον]] (sc. [[μέλος]]) <b class="b2">song of the draw-well</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.4.12</span>, cf. Trypho ap. <span class="bibl">Ath.14.618d</span>.</span>
|Definition=[ῐ], α, ον, ([[ἱμάω]]) of or for [[draw]]ing [[water]], [[ἱμαῖον]] (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) [[song]] of the [[draw]]-[[well]], Call.''Hec.''1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; ''[[sc.]]'' [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱμαῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῑον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιμάντας]])].
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ([[πρβλ]]. [[ιμάντας]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαῖος Medium diacritics: ἱμαῖος Low diacritics: ιμαίος Capitals: ΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: himaîos Transliteration B: himaios Transliteration C: imaios Beta Code: i(mai=os

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, (ἱμάω) of or for drawing water, ἱμαῖον (sc. μέλος) song of the draw-well, Call.Hec.1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1252] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. μέλος, τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ ᾆσμα, ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron ἱμαῖοςἐπιμύλιος καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII ἱμάλιος zu schreiben; Hesych. erkl. ἱμαῖος ῲδή, ἐπιμύλιος ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten ἐπαντλαῖος vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαῖος: ῐ, -α, -ον, (ἱμάω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· οὕτως, ἱμονιοστρόφου μέλη Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - Κατὰ Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἱμαῖος· ᾠδὴ ἐπιμύλιος, καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ ἐπίνοστος».

Greek Monolingual

ἱμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῖον (ενν. μέλος)
εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].