βουγάϊος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vougaios | |Transliteration C=vougaios | ||
|Beta Code=bouga/i+os | |Beta Code=bouga/i+os | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾱ], ὁ, ([[γαίω]]) [[bully]], [[braggart]], only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.''Fr.''131. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] der sich übermäßig freuet ([[γαίω]]), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, [[μήτε]] γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος <b class="b2">βουγήιε</b> διὰ τοῦ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] der sich übermäßig freuet ([[γαίω]]), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, [[μήτε]] γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος <b class="b2">βουγήιε</b> διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, [[τάχα]] ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br />[[vantard]], [[fanfaron]].<br />'''Étymologie:''' βου-, [[γαίω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βουγάϊος]] -ου, ὁ [[βου-]], [[γαίω]] [[opschepper]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουγάϊος:''' ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουγάϊος''': [ᾱ], ὁ, ([[γαίω]]) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς [[ἐπίπληξις]], Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79. | |lstext='''βουγάϊος''': [ᾱ], ὁ, ([[γαίω]]) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς [[ἐπίπληξις]], Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουγάϊος:''' [ᾱ], ὁ ([[γαίω]]), ο υπερβολικά [[καυχησιάρης]], [[νταής]] ή [[φωνακλάς]]· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως [[επίπληξη]], <i>βουγάϊε</i>, σε Όμηρ. | |lsmtext='''βουγάϊος:''' [ᾱ], ὁ ([[γαίω]]), ο υπερβολικά [[καυχησιάρης]], [[νταής]] ή [[φωνακλάς]]· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως [[επίπληξη]], <i>βουγάϊε</i>, σε Όμηρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, (γαίω) bully, braggart, only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.Fr.131.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 fanfarrón Αἶαν ... βουγάϊε Il.13.824, cf. Od.18.79.
2 que vive de las vacas Nic.Fr.131.
3 buey de labor Apollon.Lex.828.
• Etimología: Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -γάϊος de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *gu̯ōus ‘vaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u.
German (Pape)
[Seite 455] der sich übermäßig freuet (γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: βου-, γαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουγάϊος -ου, ὁ βου-, γαίω opschepper.
Russian (Dvoretsky)
βουγάϊος: ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ, (γαίω) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς ἐπίπληξις, Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79.
English (Autenrieth)
braggart, bully; a term of reproach, Il. 13.824, Od. 18.79.
Greek Monolingual
βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < -γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < -γαι-ϊε].
Greek Monotonic
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ (γαίω), ο υπερβολικά καυχησιάρης, νταής ή φωνακλάς· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως επίπληξη, βουγάϊε, σε Όμηρ.