βουγάϊος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(13_6a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vougaios | |Transliteration C=vougaios | ||
|Beta Code=bouga/i+os | |Beta Code=bouga/i+os | ||
|Definition=[<b class=" | |Definition=[ᾱ], ὁ, ([[γαίω]]) [[bully]], [[braggart]], only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.''Fr.''131. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[fanfarrón]] Αἶαν ... βουγάϊε <i>Il</i>.13.824, cf. <i>Od</i>.18.79.<br /><b class="num">2</b> [[que vive de las vacas]] Nic.<i>Fr</i>.131.<br /><b class="num">3</b> [[buey de labor]] Apollon.<i>Lex</i>.828.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -[[γάϊος]] de la r. *<i>geHu̯</i>2- ‘[[alegrarse]]’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *<i>gu̯ōus</i> ‘[[vaca]]’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] der sich übermäßig freuet ([[γαίω]]), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, [[μήτε]] γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος <b class="b2">βουγήιε</b> διὰ τοῦ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] der sich übermäßig freuet ([[γαίω]]), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, [[μήτε]] γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος <b class="b2">βουγήιε</b> διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, [[τάχα]] ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br />[[vantard]], [[fanfaron]].<br />'''Étymologie:''' βου-, [[γαίω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βουγάϊος]] -ου, ὁ [[βου-]], [[γαίω]] [[opschepper]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουγάϊος:''' ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βουγάϊος''': [ᾱ], ὁ, ([[γαίω]]) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς [[ἐπίπληξις]], Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[braggart]], [[bully]]; a [[term]] of [[reproach]], Il. 13.824, Od. 18.79. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βουγάϊος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (σκωπτικά στην [[κλητική]]) <i>βουγάϊε</i><br />θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά<br /><b>2.</b> [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[βραδύνους]], [[χοντροκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το α' συνθετικό της λ. [[βουγάϊος]] [[είναι]] <i>βου</i>- επιτατικό ([[πρβλ]]. [[βούβρωστις]], [[βουκόρυζα]] <b>κ.ά.</b>), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[γαίω]] «[[είμαι]] [[περήφανος]], [[καμαρώνω]]», που απαντά [[κυρίως]] στη μτχ. <i>γαίων</i>. Η [[υπόθεση]] ότι το ᾱ στο -<i>γάϊε</i> (από την κλητ. <i>βουγάϊε</i>) [[είναι]] αιολικό, δηλ. -<i>γắϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γᾱFιε</i>, ή ότι προήλθε από [[μετρική]] [[έκταση]] [[είναι]] αμφίβολη. Προτιμότερο [[είναι]] να θεωρηθεί ότι -<i>γάϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γαι</i>-<i>ϊε</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουγάϊος:''' [ᾱ], ὁ ([[γαίω]]), ο υπερβολικά [[καυχησιάρης]], [[νταής]] ή [[φωνακλάς]]· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως [[επίπληξη]], <i>βουγάϊε</i>, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, (γαίω) bully, braggart, only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.Fr.131.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 fanfarrón Αἶαν ... βουγάϊε Il.13.824, cf. Od.18.79.
2 que vive de las vacas Nic.Fr.131.
3 buey de labor Apollon.Lex.828.
• Etimología: Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -γάϊος de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *gu̯ōus ‘vaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u.
German (Pape)
[Seite 455] der sich übermäßig freuet (γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: βου-, γαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουγάϊος -ου, ὁ βου-, γαίω opschepper.
Russian (Dvoretsky)
βουγάϊος: ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ, (γαίω) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς ἐπίπληξις, Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79.
English (Autenrieth)
braggart, bully; a term of reproach, Il. 13.824, Od. 18.79.
Greek Monolingual
βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < -γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < -γαι-ϊε].
Greek Monotonic
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ (γαίω), ο υπερβολικά καυχησιάρης, νταής ή φωνακλάς· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως επίπληξη, βουγάϊε, σε Όμηρ.