σκερβόλλω: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skervollo
|Transliteration C=skervollo
|Beta Code=skerbo/llw
|Beta Code=skerbo/llw
|Definition=[[scold]], [[abuse]], <b class="b3">σ. πονηρά</b> 'talk Billingsgate', use foul abuse, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>821</span>, Hsch.; cf. [[κερβολέω]].
|Definition=[[scold]], [[abuse]], <b class="b3">σ. πονηρά</b> 'talk Billingsgate', use foul abuse, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''821, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[κερβολέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκερβόλλω [σκῶρ, βάλλω?] modder gooien, lelijke dingen zeggen. Aristoph. Eq. 821.
|elnltext=σκερβόλλω [σκῶρ, βάλλω?] modder gooien, lelijke dingen zeggen. Aristoph. Eq. 821.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκερβόλλω''': {skerbóllō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schmähen]], [[lästern]] (Ar. ''Eq''. 821, H.; Ipv.), σκερβολεῖ (leg. cum M. -όλλει?)· ἀπατᾷ H.; [[σκέρβολος]] [[schmähend]], [[lästernd]] (Kall. ''Fr''. 281, H.); auch κερβόλλουσα (cod. -ολυσσα)· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα, ἀπατῶσα H.<br />'''Derivative''': Daneben [[σκέραφος]] (σχέρ-)· [[λοιδορία]], [[βλασφημία]]; [[κέραφος]]· [[χλευασμός]], [[κακολογία]] H.<br />'''Etymology''': Wie [[κερτομέω]], -ος (s. dd.) expressive Wörter unklarer Bildung und dunklen Ursprungs; das "Hinterglied" erinnert an [[βάλλω]], [[βόλος]] (Brugmann IF 15, 97 f.). Zum Anlaut Hiersche Ten. aspiratae 218. Vgl. W.-Hofmann s. ''carinō''. S. auch [[σκίραφος]].<br />'''Page''' 2,726
|ftr='''σκερβόλλω''': {skerbóllō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schmähen]], [[lästern]] (Ar. ''Eq''. 821, H.; Ipv.), σκερβολεῖ (leg. cum M. -όλλει?)· ἀπατᾷ H.; [[σκέρβολος]] [[schmähend]], [[lästernd]] (Kall. ''Fr''. 281, H.); auch κερβόλλουσα (cod. -ολυσσα)· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα, ἀπατῶσα H.<br />'''Derivative''': Daneben [[σκέραφος]] (σχέρ-)· [[λοιδορία]], [[βλασφημία]]; [[κέραφος]]· [[χλευασμός]], [[κακολογία]] H.<br />'''Etymology''': Wie [[κερτομέω]], -ος (s. dd.) expressive Wörter unklarer Bildung und dunklen Ursprungs; das "Hinterglied" erinnert an [[βάλλω]], [[βόλος]] (Brugmann IF 15, 97 f.). Zum Anlaut Hiersche Ten. aspiratae 218. Vgl. W.-Hofmann s. ''carinō''. S. auch [[σκίραφος]].<br />'''Page''' 2,726
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκερβόλλω Medium diacritics: σκερβόλλω Low diacritics: σκερβόλλω Capitals: ΣΚΕΡΒΟΛΛΩ
Transliteration A: skerbóllō Transliteration B: skerbollō Transliteration C: skervollo Beta Code: skerbo/llw

English (LSJ)

scold, abuse, σ. πονηρά 'talk Billingsgate', use foul abuse, Ar.Eq.821, Hsch.; cf. κερβολέω.

German (Pape)

[Seite 893] Ar. Equ. 818, schmähen, schelten, schimpfen; Schol. μὴ λοιδόρει, ἀντὶ τοῦ μὴ ποίκιλλε, Hesych. erkl. auch ἀπατᾶν. – Eust. leitet es von κέαρ βάλλω ab u. vergleicht κερτομέω.

French (Bailly abrégé)

injurier, outrager.
Étymologie: σκέρβολος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκερβόλλω [σκῶρ, βάλλω?] modder gooien, lelijke dingen zeggen. Aristoph. Eq. 821.

Russian (Dvoretsky)

σκερβόλλω: σκῶρ обливать грязью, оскорблять: σ. πονηρά Arph. непристойно ругаться.

Greek Monolingual

Α
1. σκώπτω
2. ονειδίζω, βρίζω
3. φρ. «σκερβόλλω πονηρά» — βρίζω ή κακολογώ χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., της οποίας το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω (πρβλ. βόλος), ενώ το α' συνθετικό παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά μία άποψη, το θ. σκερ- του σκερβόλλω, καθώς και της συγγενούς λ. σκέραφος / σχέραφος / κέραφος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sker- «κόπρος» (πρβλ. σκώρ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» του κείρω (βλ. και λ. σχερός, κέρτομος)].

Greek Monotonic

σκερβόλλω: υβρίζω, λοιδορώ, ψέγω, χλευάζω, σκερβόλλω πονηρά, χρησιμοποιώ χυδαίες εκφράσεις, ονειδίζω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σκερβόλλω: σκώπτω, ὀνειδίζω, ὑβρίζω, σκ. πονηρά, ὑβρίζω, ὀνειδίζω, μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. (ὅστις μνημονεύει τύπον κερβολέω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to vilify, to slander (Ar. Eq. 821, H.; ipv.), σκερβολεῖ (leg. cum M. -όλλει?) ἀπατᾳ̃ H.; σκέρβολος vilifying, slandering (Call. Fr. 281, H.); also κερβόλλουσα (cod. -ολυσσα) λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα, ἀπατῶσα H.
Other forms: On σκέραφος (σχέρ-), κέραφος s. bel.
Derivatives: Besides λοιδορία, βλασφημία; χλευασμός, κακολογία H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Like κερτομέω, -ος (s. vv.) expressive words of unclear formation and dark origin; the "2. member" reminds of βάλλω, βόλος (Brugmann IF 15, 97 f.). On the anlaut Hiersche Ten. aspiratae 218. Cf. W.-Hofmann s. carinō. S. also σκίραφος. -- The variants show that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

σκερβόλλω,
to scold, abuse, σκ. πονηρά to use foul abuse, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σκερβόλλω: {skerbóllō}
Grammar: v.
Meaning: schmähen, lästern (Ar. Eq. 821, H.; Ipv.), σκερβολεῖ (leg. cum M. -όλλει?)· ἀπατᾷ H.; σκέρβολος schmähend, lästernd (Kall. Fr. 281, H.); auch κερβόλλουσα (cod. -ολυσσα)· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα, ἀπατῶσα H.
Derivative: Daneben σκέραφος (σχέρ-)· λοιδορία, βλασφημία; κέραφος· χλευασμός, κακολογία H.
Etymology: Wie κερτομέω, -ος (s. dd.) expressive Wörter unklarer Bildung und dunklen Ursprungs; das "Hinterglied" erinnert an βάλλω, βόλος (Brugmann IF 15, 97 f.). Zum Anlaut Hiersche Ten. aspiratae 218. Vgl. W.-Hofmann s. carinō. S. auch σκίραφος.
Page 2,726