ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opithomvrotos | |Transliteration C=opithomvrotos | ||
|Beta Code=o)piqo/mbrotos | |Beta Code=o)piqo/mbrotos | ||
|Definition= | |Definition=ὀπιθόμβροτον, ''poet.'' for [[ὀπισθόμβροτος]], [[following a mortal]], ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] = the [[glory]] [[that lives after men]], Pi.''P.''1.92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, [[αὔχημα]], der Nachruhm, Pind. P. 1, 92. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, [[αὔχημα]], der Nachruhm, Pind. P. 1, 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui survit aux mortels]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπιθόμβροτος:''' [[переживающий смертных]], [[посмертный]] ([[αὔχημα]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179. | |lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος | |sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος</b> [[that]] follows [[after]] men ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει (P. 1.92) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), | |mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[λησίμβροτος]], [[μελάμβροτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]<br />[[following]] a [[mortal]], ὀπιθ. [[αὔχημα]] [[glory]] that lives [[after]] men, Pind. | |mdlsjtxt=ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]<br />[[following]] a [[mortal]], ὀπιθ. [[αὔχημα]] [[glory]] that lives [[after]] men, Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀπιθόμβροτον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀπιθόμβροτον αὔχημα = the glory that lives after men, Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.
Russian (Dvoretsky)
ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
English (Slater)
ὀπῐθόμβροτος that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος, μελάμβροτος].
Greek Monotonic
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.