τηγανίζω: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tiganizo | |Transliteration C=tiganizo | ||
|Beta Code=thgani/zw | |Beta Code=thgani/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[fry in a]] [[τήγανον]], Posidipp.5 (Pass.), [[LXX]] ''2 Ma.''7.5, Dsc.5.3 (Pass.), J.''AJ''7.8.1: metaph., dub. in ''BGU''665 ii 3 (i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[frire]].<br />'''Étymologie:''' [[τήγανον]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τηγᾰνίζω''': ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταγηνίζω]] Α [[τήγανον]]/ [[τάγηνον]]<br />[[ψήνω]] [[κάτι]] στο [[τηγάνι]] [[μέσα]] σε καφτό [[λάδι]], [[βούτυρο]] ή [[λίπος]] (α. «[[τηγανίζω]] αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βασανίζω]] και [[θανατώνω]] στην [[πυρά]] (α. «ὁ [[πλούσιος]] πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>τηγανίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φλέγομαι, έχω δυνατή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, [[ὅπως]] σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
fry in a τήγανον, Posidipp.5 (Pass.), LXX 2 Ma.7.5, Dsc.5.3 (Pass.), J.AJ7.8.1: metaph., dub. in BGU665 ii 3 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1105] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
τηγᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α τήγανον/ τάγηνον
ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον
μσν.-αρχ.
βασανίζω και θανατώνω στην πυρά (α. «ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.
β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. τηγανίζομαι
μτφ. φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, ὅπως σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.).