λιπαράμπυξ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(slb) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liparampyks | |Transliteration C=liparampyks | ||
|Beta Code=lipara/mpuc | |Beta Code=lipara/mpuc | ||
|Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, [[with bright fillet]] or [[headband]], Μναμοσύνα Pi.''N.''7.15; parodied by [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''671 (lyr.), as [[epithet]] of fishsauce. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0050.png Seite 50]] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0050.png Seite 50]] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υκος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[au bandeau brillant]];<br /><b>2</b> [[qui forme un cercle luisant]] ; gras.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[ἄμπυξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐπᾰράμπυξ:''' ῠκος adj.<br /><b class="num">1</b> [[с блистающей повязкой]] (Μναμοσύνα Pind.);<br /><b class="num">2</b> шутл. [[блистательный]], [[сверкающий]] ([[Θασία]], ''[[sc.]]'' [[ἅλμη]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπᾰράμπυξ''': -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων. | |lstext='''λῐπᾰράμπυξ''': -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>λῐπᾰράμπυξ</b> [[with]] [[bright]] headband Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν ([[ταχύ]])ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπαράμπυξ]], -υκος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαρόμπυκος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[παρωδία]] στον <b>Αριστοφ.</b>) <b>ως επίθ.</b> [[καρύκευμα]] ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''λῐπᾰράμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] λαμπρό κεφαλόδεσμο, [[μαντήλι]] κεφαλιού, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,<br />with [[bright]] [[tiara]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ, with bright fillet or headband, Μναμοσύνα Pi.N.7.15; parodied by Ar.Ach.671 (lyr.), as epithet of fishsauce.
German (Pape)
[Seite 50] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
1 au bandeau brillant;
2 qui forme un cercle luisant ; gras.
Étymologie: λιπαρός, ἄμπυξ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰράμπυξ: ῠκος adj.
1 с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);
2 шутл. блистательный, сверкающий (Θασία, sc. ἅλμη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων.
English (Slater)
λῐπᾰράμπυξ with bright headband Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99)
Greek Monolingual
λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].
Greek Monotonic
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο, μαντήλι κεφαλιού, σε Πίνδ.