οὐρία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ouria
|Transliteration C=ouria
|Beta Code=ou)ri/a
|Beta Code=ou)ri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[οὔριος]] <span class="bibl">11.2</span>.</span><br /><span class="bld">οὐρία</span>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a water-bird</b>, Alex.Mynd. ap. <span class="bibl">Ath.9.395e</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> v. [[οὔριος]] II.2.<br><span class="bld">οὐρία</span>, ἡ, [[a water-bird]], Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ἡ, = [[οὖρος]], s. [[οὔριος]]. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ἡ, = [[οὖρος]], s. [[οὔριος]]. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρία:''' ἡ (''[[sc.]]'' [[πνοή]]) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας [[πλεῖν]] Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[οὔριος]] ΙΙ. 2.
|lstext='''οὐρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[οὔριος]] ΙΙ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).<br /> <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].<br /> <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].<br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν [[κατά]] [[σμήνη]] σε απότομους βράχους.
}}
{{FriskDe
|ftr='''οὐρία''': {ouría}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': N. eines entenähnlichen Wasservogels (Alex. Mynd. ap. Ath. 9, 395 e).<br />'''Etymology''': Nach allgemeiner Annahme zu einem alten Wort für [[Wasser]] in lat. ''ūrīna'' usw., mit dem auch [[οὐρέω]] verbunden wird; s.d. m. Lit. und W.-Hofmann s. ''ūrīna''.<br />'''Page''' 2,447
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρία Medium diacritics: οὐρία Low diacritics: ουρία Capitals: ΟΥΡΙΑ
Transliteration A: ouría Transliteration B: ouria Transliteration C: ouria Beta Code: ou)ri/a

English (LSJ)

ἡ,
A v. οὔριος II.2.
οὐρία, ἡ, a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.

Russian (Dvoretsky)

οὐρία: ἡ (sc. πνοή) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας πλεῖν Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.

Frisk Etymology German

οὐρία: {ouría}
Grammar: f.
Meaning: N. eines entenähnlichen Wasservogels (Alex. Mynd. ap. Ath. 9, 395 e).
Etymology: Nach allgemeiner Annahme zu einem alten Wort für Wasser in lat. ūrīna usw., mit dem auch οὐρέω verbunden wird; s.d. m. Lit. und W.-Hofmann s. ūrīna.
Page 2,447