ἐρίδματος: Difference between revisions

From LSJ

Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoqueGold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz

Menander, Monostichoi, 538
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridmatos
|Transliteration C=eridmatos
|Beta Code=e)ri/dmatos
|Beta Code=e)ri/dmatos
|Definition=ον<b class="b3">, (δέμω)</b> [[strongly-built]], i.e. [[immovable]], [[unconquerable]], ἔρις ἐ. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1461</span>(lyr.).
|Definition=ἐρίδματον<b class="b3">, ([[δέμω]])</b> [[strongly-built]], i.e. [[immovable]], [[unconquerable]], ἔρις ἐ. A.''Ag.''1461(lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδμᾱτος Medium diacritics: ἐρίδματος Low diacritics: ερίδματος Capitals: ΕΡΙΔΜΑΤΟΣ
Transliteration A: erídmatos Transliteration B: eridmatos Transliteration C: eridmatos Beta Code: e)ri/dmatos

English (LSJ)

ἐρίδματον, (δέμω) strongly-built, i.e. immovable, unconquerable, ἔρις ἐ. A.Ag.1461(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1028] sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
établi solidement, inexpugnable.
Étymologie: ἐρι-, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδμᾱτος: дор. = ἐρίδμητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδμᾱτος: -ον, (δέμω), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. ἀκίνητος, ἀκατάβλητος, ἔρις ἐρ. (πρβλ. θεόδμητος, εὔδμητος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ δαμάω, ἐρίδματος ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., λίαν δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα.

Greek Monolingual

ἐρίδματος, -ον (Α)
1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος
2. ο ακατάβλητοςἔρις ἐρίδματος» — η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -δματος (δέμ-ω)].

Greek Monotonic

ἐρίδμᾱτος: -ον (δέμω), αυτός που είναι κτισμένος πολύ γερά, δηλ. ανίκητος, ακατάβλητος, ή (από το δαμάω) καθυποταγμένος.

Middle Liddell

ἐρί-δμᾱτος, ον δέμω
strongly-built, i. e. unconquerable, or (from δαμάὠ all-subduing.